Μία "καθυστερημένη" απάντηση σε έναν επίκαιρο διάλογο

Περίπου 20 μέρες μετά την αναδημοσίευση στην ΦΑΙΑΚΙΑ του σημειώματος του Πέτρου Παπακωνσταντίνου (13 Μαΐου 2014) με τίτλο: "Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ" ο φίλτατος της ΦΑΙΑΚΙΑΣ, Δημήτρης Πανταζής καταθέτει την άποψή του και εμείς είμαστε ευτυχείς, που φιλοξενούμε τις σκέψεις του ως συμβολή στον διάλογο...


Η περιγραφική ικανότητα της αριστεράς

Αγαπητοί φίλοι θεωρώ ότι το άρθρο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, που αναδημοσίευσε ο πολύ αγαπητός Μίλτος στο εξαιρετικό blog του, αναδεικνύει σε όλες του τις διαστάσεις τις ανεπάρκειες των υποκειμένων της αριστεράς, σαν τρόπο σκέψης, ανεξάρτητα αν μιλάμε για μεμονωμένα πρόσωπα, κόμματα ή συλλογικότητες. Δεν θέλησα να σας στείλω αμέσως τις σκέψεις μου, σχετικά με το συγκεκριμένο άρθρο, γιατί θεώρησα ότι θα ήταν καλύτερα να περάσει το διάστημα των εκλογών που φορτίζει «κομματικά» (δηλαδή αρνητικά) όλους μας, θολώνοντας την πολιτική σκέψη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Στο συγκεκριμένα άρθρο, με τίτλο «Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ», ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου προσπαθεί να προσεγγίσει το θέμα στρατηγικά και γι’ αυτό ξεκινά μια σε βάθος ιστορική ανάλυση η οποία είναι πράγματι αντάξια του γνωστικού υπόβαθρου και της πολιτικής σκέψης του Παπακωνσταντίνου.
 Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στο μέρος της ανάλυσης, το οποίο όπως προείπα είναι αντάξιο των ιστορικών γνώσεων του αρθρογράφου, αλλά θα προσπαθήσω να προσεγγίσω τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει, από μια διαφορετική οπτική ματιά, στηριζόμενος σε δικά του κυρίως κείμενα και απόψεις, που έχουν καταγραφεί είτε πρόσφατα, είτε στο άμεσο παρελθόν.

Γράφει λοιπόν, μιλώντας για την σημερινή Ε.Ε., ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου ότι: «Οι θιασώτες του αριστερού ευρωπαϊσμού απορρίπτουν τη γραμμή της ρήξης με το ευρώ και συνολικά την Ε.Ε., που απορρέει αναγκαστικά από αυτή την ανάλυση, υποστηρίζοντας ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση οδηγεί στην ένταξη, έστω και με άνισους όρους, των λιγότερο αναπτυγμένων εθνικών σχηματισμών στο μητροπολιτικό κέντρο, έτσι που η κυρίαρχη αντίθεση ιμπεριαλισμός- λαός να τείνει να ταυτιστεί με τη βασική αντίθεση κεφάλαιο- εργασία».
Σαν πρώτη παρατήρηση σε όσα γράφει για το συγκεκριμένο θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι ο αρθρογράφος κάνει ένα λογικό άλμα, όταν από την ανάλυση και τις θέσεις των διαφόρων στελεχών της αριστεράς του παρελθόντος, περνά στο σήμερα χωρίς μια ανάλογη ανάλυση των συνθηκών που έχουν τόσο δραματικά μεταβληθεί.
Τι σχέση έχουν για παράδειγμα, οι απόψεις του Γιάννη Μηλιού όπως διατυπώθηκαν το 1970, μέσα σε ένα τελείως διαφορετικό διεθνές περιβάλλον, με τις αντίστοιχες που διατυπώθηκαν το 2011, μετά από 40 δηλαδή χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων έγιναν κοσμογονικές αλλαγές;
Και το κυριότερο ερώτημα είναι: γιατί ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου δεν κάνει καμία ανάλυση αυτών των συνταρακτικών αλλαγών, που μας οδήγησαν σε αυτή την νέα πραγματικότητα;
Στην συνέχεια ο αρθρογράφος κάνει ένα δεύτερο λογικό άλμα, στην προσπάθεια του να δείξει ότι η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ που «…επιμένει στη γραμμή της δημοκρατικής μεταρρύθμισης εντός της Ε.Ε. θέτοντας ως στρατηγικό στόχο «μια χειραφετημένη Ελλάδα της εργασίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας μέσα σε μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη»», είναι ανεδαφική. Συγκεκριμένα καταλήγει λέγοντας, ή μάλλον γράφοντας, ότι με δεδομένους τους περιορισμούς στην άσκηση μιας «ανεξάρτητης» εθνικής πολιτικής που επιβάλλει η Ε.Ε., μία κυβέρνηση της αριστεράς, «…η οποία δεν θα είναι έτοιμη να παραδοθεί άνευ όρων από την πρώτη στιγμή και θα επιχειρήσει τα πιο στοιχειώδη μέτρα για την αντιμετώπιση της μαινόμενης κοινωνικής λαίλαπας, είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα έρθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ε.Ε.».
Όμως εδώ το λογικό άλμα καταντά επικίνδυνος ακροβατισμός αφού ό ίδιος ο αρθρογράφος (που αφιέρωσε αρκετές σελίδες στην ιστορία, αλλά σχεδόν καμία στην ανάλυση της νέας πραγματικότητας), γράφει τα εξής: «Ασφαλώς, μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με έντονη ενεργειακή και τεχνολογική εξάρτηση από το εξωτερικό, δεν μπορεί να επιβιώσει σε κάποιο «ιγκλού» εθνικής αυτάρκειας, στο περιθώριο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Επομένως η μονομερής αποδέσμευση από την Ε.Ε. δεν πρέπει να προβάλλεται ως επιθυμητή λύση, στην προοπτική της «εθνικής αυτοδυναμίας» και του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», αλλά ως αναγκαστική επιλογή για τη λαϊκή επιβίωση».
Τι σημαίνει όμως «λαϊκή επιβίωση» στις σύγχρονες συνθήκες; Την απάντηση την δίνη και πάλι ο αρθρογράφος λίγο παρακάτω δηλώνοντας ότι[1]:  «Στο μεσοδιάστημα θα προκύψουν κίνδυνοι και δυσκολίες που μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να υποτιμήσει. Ο έλεγχος του πληθωρισμού σε ανεκτά όρια, η αντιμετώπιση του αναπόφευκτου, το πρώτο διάστημα, τραπεζικού πανικού, ο ομαλός εφοδιασμός της χώρας σε καύσιμα, τρόφιμα και φάρμακα, η εξασφάλιση των άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών τόσο του δημόσιου, όσο και του ιδιωτικού τομέα- μεταξύ άλλων, και με διμερή δάνεια που προϋποθέτουν ευρύτερες γεωπολιτικές συμμαχίες- είναι ζητήματα που θα τεθούν στην ημερήσια διάταξη. Επιπλέον, η απότομη διακοπή των κοινοτικών κονδυλίων, όσο κι αν αυτά έχουν περιοριστεί τελευταία, θα έχει επιπτώσεις σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες , όπως στους αγρότες, στη χρηματοδότηση δημοσίων έργων κλπ». 
Και πως ξεπερνιόνται όλες αυτές οι δυσκολίες, που στην ουσία είναι ασκήσεις επί χάρτου και προϋποθέτουν ένα τουλάχιστον πολύ καλά συνειδητοποιημένο λαό και ένα ρωμαλέο ενωτικό μαζικό κίνημα, με ξεκάθαρους στόχους, έτοιμο να δεχτεί όλες εκείνες τις θυσίες που παραπάνω περιγράφονται;
Η απάντηση είναι «αποστομωτική»: Πρόκειται για σοβαρά προβλήματα, για τα οποία, πάντως, έχουν διατυπωθεί προτάσεις αντιμετώπισης από αριστερούς πανεπιστημιακούς και αγωνιστές. Και λίγο παρακάτω προσθέτει1: «Με βάση αυτές τις δυσκολίες, ο Γάλλος, αριστερός οικονομολόγος Σεντρίκ Ντιράν υποστηρίζει ότι η Αριστερά οφείλει να θέσει σε πρώτη γραμμή όχι το τι θα γίνει με το ευρώ και την Ε.Ε., αλλά ένα ριζοσπαστικό, μεταβατικό πρόγραμμα για τις πιεστικές ανάγκες της εργατικής τάξης και τη βελτίωση των ταξικών συσχετισμών - κάτι που, στην περίπτωση της Ελλάδας, οφείλει να συνοδεύεται από την απολύτως αναγκαία διαγραφή του χρέους ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του. Υλοποιώντας ένα τέτοιο πρόγραμμα, μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κερδίσει πολύτιμο χρόνο, να θωρακιστεί με την εμπιστοσύνη των λαϊκών μαζών, να γίνει καταλύτης για τη γρήγορη ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, να αποδιοργανώσει το αστικό στρατόπεδο, συμπεριλαμβανομένων καίριων πυρήνων του κατασταλτικού μηχανισμού- με δυο λόγια, να συγκεντρώσει δυνάμεις για το μεγάλο, σοσιαλιστικό άλμα».
Και διερωτώμαι: είναι αυτή η θέση τόσο πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να υπάρχει το σημερινό χάσμα στην κοινή δράση και εκλογική ακόμα συνεργασία, ανάμεσα στις διαφορετικές συνιστώσες της αριστεράς (με εξαίρεση του ΚΚΕ που ο ρόλος του είναι επιεικώς «ύποπτος»);
Για να σας διευκολύνω θα παραθέσω αυτούσια την σκέψη του Γιάννη Δραγασάκη, έτσι όπως αυτή διατυπώθηκε στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη» στις 17-6-2012:
«…Η έξοδος από το ευρώ δεν είναι επιλογή μας και, αν υπάρξει, τόσο γι’ αυτήν όσο και για τις συνέπειες αποκλειστικά υπεύθυνες θα είναι οι δυνάμεις που κατέστησαν το λαό μας πειραματόζωο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που παρέδωσαν την οικονομία και την κοινωνία στα μνημόνια και την τρόικα, στην πιο βάρβαρη εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού. Δική μας επιλογή ήταν και παραμένει ο αγώνας για αλλαγή της πολιτικής και των συσχετισμών σε Ελλάδα και Ευρώπη. Με αυτή τη γραμμή δώσαμε και κερδίσαμε δύο δύσκολες εκλογικές μάχες».
Και συνεχίζει το κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ: «Σε ό,τι αφορά τώρα σενάρια διάσπασης ή διάλυσης της ευρωζώνης, το πρώτο καθήκον μας είναι, και στη περίπτωση αυτή, να αποκαλύψουμε τους υπεύθυνους αυτής της πορείας, τις συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης, τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τις ταξικές προκαταλήψεις με βάση τις οποίες οικοδομήθηκε εξαρχής η Ε.Ε. και η ευρωζώνη, και να αγωνισθούμε για έναν συντονισμένο αγώνα ενάντια σε αυτές τις πολιτικές».
 «Ακόμη και σε ένα τέτοιο ακραίο και υποθετικό ενδεχόμενο, πρώτη μας επιλογή πρέπει να είναι μαζί με άλλους λαούς και κινήματα να δημιουργήσουμε τους όρους για νέες μορφές συνεργασίας στη βάση της αλληλεγγύης και όχι να διολισθήσουμε σε μια Ευρώπη των εθνικών περιχαρακώσεων και ανταγωνισμών όπως συνέβη στη δεκαετία του ’30, μετά την κρίση του ’29,  με τις γνωστές δραματικές συνέπειες για τους λαούς της Ευρώπης και την παγκόσμια ειρήνη» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου).
Στην ουσία αγαπητή φίλοι (και λυπάμαι ιδιαίτερα όταν κάνω τέτοιες διαπιστώσεις για ανθρώπους σαν το Πέτρο Παπακωνσταντίνου) την απάντηση, στο προηγούμενο ερώτημα, την δίνει ο ίδιος ο αρθρογράφος στο υπέροχο βιβλίο του «Επιστροφή στο Μέλλον». (όλες οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
«…τα λίγα σπίτια κάνουν κακό χωρίο» και οι διάφορες συνιστώσες της αριστεράς  που εύκολα τα βρίσκουν με αστικές δυνάμεις παρά μεταξύ τους. Έχει κανείς την πεποίθηση (και αυτό δεν αφορά ένα μόνο κόμμα), ότι πολλά στελέχη της αριστεράς νοιώθουν μεγαλύτερο πάθος όχι για τον ταξικό τους αντίπαλο, αλλά για το αντίπαλο αριστερό κόμμα, και ακόμα μεγαλύτερο πάθος νοιώθουν όταν πολεμούν τον αντίπαλο μέσα στο ίδιο τους το κόμμα, ή καλύτερα μέσα στην ίδια τους την τάση! Με τόσες τάσεις και ρεύματα, η Αριστερά κατάφερε παρ’ όλα αυτά να λειτουργεί ως… βραχυκύκλωμα, χωρίς πραγματική αντίσταση στους εχθρούς της εργασίας.
Αυτή η ψύχωση της αποκλειστικής αλήθειας και της ιδιοκτησίας μέσα στο αριστερό κίνημα δεν αποπνέει, βέβαια, ούτε επανάσταση, ούτε εργατικό πολιτισμό. Το μόνο που αποπνέει είναι η νοοτροπία του μπακάλη που περισσότερο ζηλεύει παρά εχθρεύεται το σουπέρ μάρκετ, η ψυχολογία μιας μικροαστικής διανόησης και μιας εργατικής γραφειοκρατίας που θέλουν να γίνουν κυρίαρχες μέσω του κράτους στην κοινωνία και όχι να την αλλάξουν» (Επιστροφή στο Μέλλον  - σελίδα 211).
Εξαιτίας ακριβώς αυτής της «μικροαστικής» παθογένειας, που στην ρίζα της βρίσκεται ο άκρατος ατομισμός, τον οποίο τόσο γραφικά περιγράφει στο βιβλίο του ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, η αριστερά δυσκολεύεται να βρει τον βηματισμό της, δυσκολεύεται να βρει τα σημεία που την ενώνουν και να εμβαθύνει και συζητήσει με ανοικτό μυαλό, όχι μόνο ανάμεσα στις τάξεις της, αλλά με όλο τον λαό, εκείνα τα σημεία στα οποία υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις και προτάσεις.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και την ανικανότητα πολύ μεγάλων τμημάτων της αριστεράς (ανεξαρτήτως κομματικού χώρου) να κατανοήσουν τις νέες κοινωνικές συνθήκες (σύγχρονη κοινωνική διαστρωμάτωση, ο ρόλος της επικοινωνίας και του πολιτισμού στις σύγχρονες συνθήκες, κλπ), τότε θα καταλάβουμε ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.
Ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου στο υπέροχο βιβλίο του (επιμένω), περιγράφει τις αλλαγές στην πληροφορική, την βιοτεχνολογία, αλλά και τους νέους κλάδους των μίντια, της διαφήμισης, του ηλεκτρονικού εμπορίου, κλπ, και την επίδραση τους στην παραγωγή διαδικασία και την σύνθεση του εργατικού δυναμικού, δηλώνοντας: «σε αντίθεση με την «σκλήρυνση κατά πλάκας» του σοβιετικού τύπου κοινωνιών, ο δυτικός καπιταλισμός επιστράτευσε την τρίτη τεχνολογική επανάσταση για να προωθήσει ένα μεγάλο μετασχηματισμό, που του επέτρεψε να εκτονώσει προσωρινά, με τεράστιο κοινωνικό κόστος, την γενικευμένη κρίση υπερσυσσώρευσης».
Αγαπητοί φίλοι δεν θέλω να σας κουράσω άλλο (εξάλλου αυτή η συζήτηση δεν κλείνει έτσι εύκολα). Θα τελειώσω λοιπόν αυτή την μακροσκελή μου «κατάθεση ψυχής» χρησιμοποιώντας και πάλι τα λόγια του Πέτρου Παπακωνσταντίνου: 
«Αν οι κρίσεις οδηγούσαν γραμμικά σε άνοδο του εργατικού κινήματος και της αριστεράς, τα πράγματα θα ήταν πολύ εύκολα, αλλά η ιστορία έχει επιβεβαιώσει πολλές φορές το αντίθετο. Η κρίση του 1847 οδήγησε όντως στην πρώτη «ηπειρωτική επανάσταση» της Ευρώπης, αλλά η κρίση του 1929 είχε πολύ αντιφατικά αποτελέσματα τροφοδοτώντας κατά περίπτωση τον Εθνικοσοσιαλισμό στην Γερμανία, το New Deal του Ρούζβελτ στην Αμερική και το Λαϊκό Μέτωπο στην Γαλλία. Με άλλα λόγια η κρίση δεν είναι ο από μηχανής θεός που θα βγάλει την αριστερά από το τέλμα, αλλά μια μεγάλη πρόκληση, ένα πεδίο οξείας κοινωνικής σύγκρουσης που θα καθορίσει για μεγάλο διάστημα το μέλλον της εργασίας και του πολιτισμού για το καλύτερο ή το χειρότερο».
Πράγματι πολλές φορές η αριστερά κινείται με ένα τρόπο τέτοιο που υποδηλώνει ότι περιμένει το πρόβλημα να δώσει την λύση, αντί να έχει επεξεργασμένη λύση για το συγκεκριμένο πρόβλημα, στην συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Δυστυχώς η αριστερά (σαν άτομα, σαν συλλογικότητες και σαν κόμματα), σε πολύ μεγάλο βαθμό αρκείται στην περιγραφή της πραγματικότητας κατά «το δοκούν». Δηλαδή με τρόπο που να βολεύει και να δικαιολογεί τις ατομικές επιδιώξεις ή τα αδιέξοδα του καθενός ξεχωριστά (είτε συμμετέχει, είτε όχι σε κόμματα).
Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την άποψη μου, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πεδίο μέσα στο οποίο συνυπάρχουν όλες οι… αδυναμίες της αριστεράς (και δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά μετά από τόσα χρόνια ιδεολογικής απραξίας και πολιτικής και πολιτιστικής αποχαύνωσης – οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Αποτελεί όμως την μοναδική πολιτική δύναμη στην Ελλάδα σήμερα (και ίσως όχι μόνο), μέσα από την οποία μπορεί να διεξαχθεί ο ωραίος αγώνας για μια συνολική αναβίωση της αριστεράς. Και όταν λέω μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν εννοώ υποχρεωτικά την κομματική ένταξη στον χώρο αυτό, αλλά και την κριτική στάση έξω ή δίπλα από αυτόν. Αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός χωρίς συγκρούσεις σε πολλαπλά επίπεδα (ιδεολογικό, πολιτικό, πολιτιστικό, κλπ). Συγκρούσεις όμως που δεν θα γίνονται με την γνωστή μικροαστική νοοτροπία, που τόσο ωραία περιέγραψε ο Παπακωνσταντίνου, αλλά με ειλικρινή διάθεση αναζήτησης ενός κοινού δρόμου που θα αντιμετωπίζει τον θριαμβευτή νεοφιλελευθερισμό, ενώ ταυτόχρονα θα διαμορφώνει τις νέες ιδεολογικές συντεταγμένες της αριστεράς του 21ου αιώνα. Μιας αριστεράς πλουραλιστικής, δημοκρατικής, ηθικής, με οράματα και αξίες.
140 χρόνια πριν, ο Μάρξ, στέλνοντας στον Μπράκε ένα γράμμα, σχετικά με την κριτική του στο πρόγραμμα της Γκότα, έγραφε: «…Αν λοιπόν δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από το πρόγραμμα του Αϊζεναχ – και οι περιστάσεις δεν το επιτρέπουν αυτό – τότε θα έπρεπε απλώς να κλείσουν μια συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό…».
Και το μεγάλο ερώτημα είναι: οι σημερινοί «αριστεροί» είναι ικανοί να κάνουν μια συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό και αφού κερδίσουν χρόνο να διαμορφώσουν, μέσα από ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση («υπό το φως» των κοσμογονικών ανακατατάξεων ) ένα νέο όραμα και ένα πρόγραμμα αρχών για την αριστερά του 21ου αιώνα; 
Η απάντηση δεν είναι σίγουρα ούτε εύκολη, ούτε υποχρεωτικά καταφατική. Ένα όμως είναι σίγουρο:
«Δεν μπορούμε να λύσουμε τα προβλήματα του σήμερα με τον τρόπο σκέψης που είχαμε όταν τα δημιουργούσαμε»
Albert Einstein
Υ.Γ. Αξίζει τον κόπο να ακούσει κανείς την συνέντευξη του Ευτύχη Μπιτσάκη στο κόκκινο σήμερα (2 Ιουνίου 2014), σχετικά με όλα τα θέματα που παραπάνω θίξαμε.




[1] Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου


Σχόλια