“Κουν ηθώμεν – λιγ ηθώμεν, δις κόλος παραδοθόμεν”

Με αυξημένη και απαιτητική αίσθηση χιούμορ ο φίλτατος ΠΑΠ σχολιάζει τις κυοφορούμενες συνεργασίες... Απολαυστικός...

Πώς θα βλέπατε το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης της ΔΗΜΑΡ στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ; 

Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν αυτά τα περιθώρια μιας και η ΔΗΜΑΡ είναι ένα αυτοτελές κόμμα με το δικό της κόμμα και τη δική της πορεία, που αξιολογήθηκε και αξιολογείται σήμερα από τους Έλληνες πολίτες.
(από τη συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ ο Κώστας Ήσυχος μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ και υπεύθυνος για την Eξωτερική Πολιτική)


Με κοινό ψηφοδέλτιο θα κατέβουν στις εθνικές εκλογές ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ. Η ονομασία που θα επιλεγεί θα εμπεριέχει τον τίτλο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθούμενο από μία αναφορά τύπου αριστερή συμπαράταξη.
Όπως αναφέρουν Τα Νέα Σαββατοκύριακο, η συνεργασία των δύο κομμάτων δεν θα συνιστά κομματικό συνασπισμό κι έτσι δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα για το μπόνους των 50 εδρών που, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, κατευθύνεται στο πρώτο σε ψήφους κόμμα, όχι όμως και σε συνασπισμούς κομμάτων.
(Newsroom ΔΟΛ)

Εύχομαι να διαψευσθώ, αλλά μέχρι τότε μου 'ρχεται στο μυαλό το:

Κουν ηθώμεν – λιγ ηθώμεν, δις κόλος παραδοθόμεν

Έτσι έλεγαν τα εγγλεζάκια, με τα κοντά παντελονάκια που ζωγράφιζε ο ευρηματικός και εύστοχος  Μποστ στις σταυροφορίες του, όταν τα κυνήγαγαν οι νταβραντισμένοι μουστακαλήδες, τουρκαλάδες.

Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα του από το σήριαλ των υπαναχωρήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και τη συνεχή του δεξιόστροφη πολιτική, σε βάρος του “κοιμώμενου” (στη καλλίτερη περίπτωση) λεγόμενου αριστερού ρεύματος, που αν συνεχίσει να κρατάει με αυτόν τον τρόπο τα μπόσικα, κινδυνεύει να κρυολογήσει, από το ρεύμα που έχει σχηματιστεί από τις ανοικτές πόρτες που τους έχει ανοίξει η λοιπή εξουσιοκρατική – εξουσιολάγνα ηγετική ομάδα του.

Φαίνεται ότι εκτός από το αλισβερίσι των αντικρουόμενων, αντιφατικών και συγκεχυμένων δηλώσεων και έργων που κυμαίνονται από αφελείς απειρίες, αυτογκόλ κλπ, υπάρχουν και αρκετές που ενέχουν ρόλο μηνυμάτων προς “πάσαν κατεύθυνση”, ως απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις για την ανάληψη μιας επικείμενης  εναλλακτικής διακυβέρνησης διαχειριστικού τύπου, στα πλαίσια της εκμετάλλευσης της σιωπηρής πλειοψηφίας του λαού.

Κρίμα, όχι φυσικά για το μέλλον του ίδιου ΣΥΡΙΖΑ - επειδή αυτό ελάχιστα μπορεί να ενδιαφέρει τον μέσο Έλληνα, περισσότερο από τα σοβαρά υπαρξιακά (με τη πλήρη έννοια του όρου) του προβλήματα – αλλά για το μέλλον της χώρας και των πολιτικών εξελίξεων, τις οποίες εξαγγέλλει ότι προτίθεται να διαχειριστεί προς τη κατεύθυνση της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Όσο πλησιάζουμε προς το σημείο μηδέν, το σταυροδρόμι που πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στη καταστροφή και την πλήρη υποδούλωση από τη μια και την εργώδη και ανηφορική πορεία για την  ανάκαμψη από την άλλη, οι ευθύνες μεγαλώνουν και το παιγνίδι χοντραίνει με όρους ανήκουστους και απρεπείς, εν τούτοις όμως όχι πρωτόγνωρους, ώστε να αιφνιδιαζόμαστε.

Ο χώρος που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί, οι ελπίδες που έχει δημιουργήσει σε μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, που είναι συντριπτικά πολλαπλάσιο από τις κομματικές του δυνάμεις και τους παραδοσιακούς του ψηφοφόρους και στη πλειοψηφία του ξένο προς την ιδεολογική του βάση, δεν επιτρέπουν προχειρότητες, ερασιτεχνισμούς, μικροπολιτικές σκοπιμότητες, αδιαλλαξίες, πασοκισμούς, αμετανόητα, αποτυχημένα πρότυπα που δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν τη συλλογική ιστορική και κοινωνική εμπειρία ή πειράματα και κάθε λογής δοκιμασίες.

Από το χώρο αυτό μόνο με έναν τρόπο παίζεται το παιγνίδι : με ειλικρίνεια, εντιμότητα ήθους, καθαρότητα σκέψης και θέσεων, σοβαρότητα, επιστημοσύνη, προσαρμοστικότητα, ευελιξία, ο,τι καλλίτερο κουβαλάει και διδάσκει η ιστορία των αγώνων του λαού μας, (που δεν είναι κανενός μονοπώλιο), αλλά πρώτα και κύρια με τη συμμετοχή όλων των δυνάμεων που είναι σε θέση να πάρουν τις τύχες τους στα δικά τους χέρια.

Όταν το παιγνίδι παίζεται – όπως προς το παρόν φαίνεται - με όρους του κατεστημένου και της ολιγαρχίας και μόνο με την πείρα της αθλιότητας και της ανηθικότητας και με τα μέσα που διαθέτουν, είναι σίγουρα χαμένο, για όλο το λαό και όχι μόνο για τους πολιτικούς και κομματικούς αντιπάλους. Και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δικαιολογία ότι το σύστημα επιβάλλει τους δικούς του όρους. Το σύστημα επιβάλει μόνο τη σύγκρουση αυτή καθ' αυτή και επιχειρεί να επιβάλει τους δικούς του όρους.

Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα, όπου το μέλλον του τόπου και της δημοκρατίας επιχειρείται να αποφασισθεί κεκλεισμένων των θυρών, σαν να είναι υπόθεση των μελών του κοινοβουλίου, με τον συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, μακρυά από το λαό και χωρίς το λαό. Αυτό όμως καταλήγει να είναι ενάντια στο λαό.
Δεν αρκεί όμως να αντιτάσσει κανείς σε αυτή την αντιδημοκρατική – αντιλαϊκή μεθοδολογία, τη λογική των εκλογών σαν μοναδική έκφραση της λαϊκής θέλησης, όποια επιχειρηματολογία κι αν αναπτύσσει.

Εδώ δεν φτάνουν τα παχιά λόγια, ούτε τα αυτονόητα για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Και τα αδικαιολόγητα είναι η συστηματική καλλιέργεια του αισθήματος της επανάπαυσης, της εναπόθεσης των ελπίδων, της εξουσιοδότησης ορισμένων εκλεκτών στελεχών ικανών ή πρόθυμων που προσφέρονται να αναλάβουν το έργο της πολιτικής ανατροπής και της κοινωνικής αλλαγής.
Γιατί αυτό δεν είναι έργο των λίγων, αλλά των πολλών. Γιατί αυτό καταλήγει στη αδράνεια και στην αναποφασιστικότητα των κοινωνικών δυνάμεων, που όταν και όποτε θα χρειαστούν δεν θα βρίσκονται εκεί για να δώσουν το αγωνιστικό τους παρόν, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα.

Τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει τη σκέψη να οδηγηθεί αναπόφευκτα στο δυσάρεστο συμπέρασμα ότι αυτό κάποιους βολεύει. Δυστυχώς η εξήγηση που προβάλλεται, ότι υπάρχει ευθύνη στον ίδιο το λαό, ότι δεν διαθέτει (από μόνος του άραγε ! ) την ωριμότητα ή την αγωνιστικότητα, ή ότι οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν και τόσα άλλα που συνήθως ακούγονται από τους ηγετικούς κύκλους, που αυτοπροβάλλονται ως πρωτοπορία, είναι φτηνές δικαιολογίες, που στη καλλίτερη περίπτωση μπορούν να δικαιολογηθούν σαν προσπάθεια να κρύψουν την ανικανότητά τους, αν όχι τίποτε άλλο πολύ πιο επικίνδυνο.

Η πρόσφατη εμπειρία από τις λαϊκές κινητοποιήσεις με τις πλατείες και την ΕΡΤ, μιλούν με το πιο σαφή τρόπο για όλα τα παραπάνω.
Εκτός από την αδράνεια βέβαια υπάρχει και “χειρότερο κακό”. Υπάρχει και η “αιτιολογημένη στάση” , “αφού όλοι ίδιοι είναι” ή “ο ένας χειρότερος από τον άλλο”,”κοίτα καλλίτερα τι δουλίτσα σου” (αν βέβαια, έχεις), με αποτέλεσμα να καταλήγουμε στο θλιβερό γεγονός όπου κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις, ενώ φύσει και θέσει θα έπρεπε να πρωτοστατούν στον αγώνα, να καταλήγουν εκεί που επιδιώκουν οι κυβερνώντες, δηλαδή στο πολιτικό αποκλεισμό τους, ενώ εξακολουθούν να συμμετέχουν ενεργά στο άρμεγμα του εισοδήματος τους και στην κοινωνική εξαθλίωση τους. Ας ευχηθούμε επίσης – μιας και απ' ότι φαίνεται δεν κάνουμε τίποτε άλλο – ότι εν τω μεταξύ θα λιγοστέψουν εκείνοι που αναζητώντας μια δυναμική αντίδραση, κατέληξαν από λάθος δρόμο σε λάθος χώρο, στη Χρυσή Αυγή.

Όσο δε για το σχόλιο που αποτέλεσε αφορμή για τη διατύπωση αυτών των σκέψεων, δηλαδή τη συνεργασία με τη ΔΗΜΑΡ, αλίμονό μας αν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και προβληματισμού, σαν εγχείρημα ευρύτερων συνεργασιών με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Ας μη γελιόμαστε και ας μην δεχθούμε να υποτιμήσουμε τη νοημοσύνη μας, διότι αποτελεί προσβολή προς τη κοινή λογική να ταυτίζει κανείς μια τέτοια ενέργεια (κοινής καθόδου με τη ΔΗΜΑΡ) με την “ενότητα της αριστεράς” ή με τη “δημιουργία ενός ευρύτερου δημοκρατικού – πατριωτικού μετώπου” - που σίγουρα είναι αναγκαίο σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά – η με όποιες άλλες “συσπειρώσεις”.
Πριν ακόμη αναλογιστεί κανείς τι απέδωσαν οι “συσπειρώσεις κορυφής” τα προηγούμενα χρόνια με διαφορετικούς όρους μαζικότητας των τότε πολιτικών δυνάμεων, ας αναζητήσει στη καθημερινότητα τι πραγματικά εκπροσωπεί κοινωνικά και αριθμητικά η ΔΗΜΑΡ σήμερα, πέρα από τις παραπλανητικές εκτιμήσεις των προκατασκευασμένων δημοσκοπήσεων και των “δημιουργικών” κατασκευών κομμάτων και πολιτικών που “μπαίνουν σε κάθε σπίτι”, παρελαύνοντας στο γυαλί της τηλεόρασης.

Από την άλλη αν πίστευε πραγματικά ο ΣΥΡΙΖΑ στην αναγκαιότητα και τη δυναμική των συνεργασιών και ήθελε να συγκροτήσει πραγματικά ένα ευρύτερο κοινωνικό δημοκρατικό πατριωτικό μέτωπο, δεν θα δυσκολεύονταν καθόλου να συμβάλλει στο να βρεθούν οι κοινές αρχές και η κοινή γλώσσα. Δεν θα περιορίζονταν σε ένα ξεπουπουλιασμένο κραυγαλέα αποτυχημένο απομεινάρι  του ευρύτερου πολυσυλλεκτικού χώρου των ναυαγίων της μουσειακής “σοσιαλιστικής” ή “κέντρο” “αριστεράς”, ακόμα κι αν αυτό το ξεπουπούλιασμα σήμαινε για ορισμένους “ξεκαθάρισμα των γραμμών” της.
Δόθηκαν πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες για συνεργασία με άλλους πολιτικούς χώρους και κοινωνικές δυνάμεις οργανωμένες ή μη, που επιδίωξαν συστηματικά τη σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ, καθαρά για λόγους αρχής και όχι για ωφελιμιστικούς, αλλά πήραν σαν απάντηση τη σιωπή και την αδιαφορία.
Και δεν είναι πιστευτή ούτε σοβαρή η δικαιολογία που προβάλει όσες φορές αναγκάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι έκανε ότι μπορούσε για να συμπράξει με άλλες δυνάμεις που είναι αντίθετες με τη πολιτική που εξαθλιώνει και καταστρέφει τη χώρα.
Οι κρυφές και οι φανερές επαφές ήταν πάντα μονόπλευρες και προσανατολισμένες στις παραδοσιακές δυνάμεις που δεν εκφράζουν σήμερα κανέναν εκτός από τον εαυτόν τους, αλλά που εξακολουθούν να αποτελούν παίκτες στο παιγνίδι της εξουσίας, το οποίο γνωρίζουν πολύ καλά, αφού άλλωστε αποτελούν εκπροσώπους αυτών που κινούν τα νήματα της εξουσίας.
Πολύ φοβάμαι ότι η δικαιολογία : εμείς κάναμε ότι μπορούσαμε, αλλά οι άλλοι δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μας
δεν θα αποτελέσει δικαίωση, ούτε καν ερμηνεία, όσον αφορά τη συλλογική ιστορική μνήμη.

Πολύ φοβάμαι ότι η διαδοχική αλληλουχία παρόμοιων ενεργειών, όπως αυτή εξακολουθεί να εκτυλίσσεται στο παρόν, δεν αποτελεί απλά ένδειξη, αλλά προοίμιο της γενικότερης στάσης του ΣΥΡΙΖΑ στα κρίσιμα ζητήματα στο μέλλον. 

Οι ανησυχίες αυτές είναι σίγουρο ότι θα δυσαρεστήσουν πολλούς καλούς φίλους, που θα πουν :
δεν είναι ώρα για τέτοιου είδους επιφυλάξεις και κριτικές, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση μπορεί να προσφέρουν ακόμη και όπλα στον αντίπαλο
ή πάλι : μα ποιος είναι επιτέλους ο αντίπαλος ο ΣΥΡΙΖΑ ή το κατεστημένο ;

Άραγε τι δεν κατάλαβαν από όλα αυτά ;
γιατί δεν θα ήθελα να ρωτήσω προσβλητικά :

Τι κατάλαβαν από αυτά ;

Σχόλια