Fast track, slow track...

Σε ένα ζήτημα, που έχουμε σχολιάσει κατά καιρούς και στην ΦΑΙΑΚΙΑ αναφέρεται κατά τρόπο αρτιωμένο το άρθρο του Δημήτρη Μπελαντή. Μιλκάμε για την βαθύτατη υποκρισία προσωπικοτήτων, "κύκλων", φορέων, ΜΜΕ και λοιπών σοσιαλφιλελεύθερων δυνάμεων, που ερμηνεύουν και χρωματίζουν σημαντικά ζητήματα της δημόσιας ζωής κατά τα καλά και συμφέροντα με δημοκρατικότητα à la carte... Εκφραση αυτής της διπλοπροσωπίας είναι και η αντιμετώπιση της πρεμούρας για τις εκλογές ως κανονικότατης από νομική άποψη, την στιγμή, που οι ίδιοι "κύκλοι" ωρύονταν για αντισυνταγματική επίσπευση των δημοψηφίσματος έστω και αν το νόημα της πραγματοποίησης του σχετιζόνταν υποχρεωτικά με το προαποφασισμένο eurogroup. 
Ετσι είναι ο ...σύγχρονος πολιτειακός επιστημονικός και άλλος λόγος... Οι θεσμοί  ατην υπηρεσία των σκοπιμοτήτων... Και η επιστημοσύνη συνεπικουρούσα... 
Στόχος των ίδιων κύκλων και η πρόεδρος της Βουλής, που πολύ κούρασε κάτι βιαστικά αλλά κουρασμένα παλληκάρια της δεξιάς και της κεντροαριστεράς, που μοναδικό τους σκοπό είχαν τονα ψηφίσουν με συνοπτικές διαδικασίες έγκαιρα το Γ' μνημόνιο, που δεν τό είχαν ούτε ξεφυλλίσει... Είχαν, βλέπετε, εμπιστοσύνη, στους συγγραφείς του... 
Αρκετά, όμως... Παραθέτουμε...

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ, ΤΟ «ΑΠΟΚΟΜΜΑ» ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ 

Μια παραδεδομένη από παλιά αντίληψη ότι ο επιστημονικός λόγος διατηρεί σε περιόδους κρίσεων και οξυμένων πολιτικών συγκυριών την ψυχραιμία, πολιτική αμεροληψία και νηφαλιότητά του και καταφέρνει –χάρη δήθεν σε ένα θετικιστικό και «ουδέτερο» επιστημολογικό υπόδειγμα- να μην «διαφθαρεί» από την πολιτική αντιπαράθεση, να μην «προδώσει την διανόηση», κατά την φράση του Ζυλιέν Μπεντά στην δεκαετία του ’20, είναι μια άποψη που δεν έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά σχεδόν ποτέ. Ακόμη και έγκριτοι κοινωνικοί επιστήμονες καταλήγουν μέσα στο βάθος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης να υπηρετούν όχι μόνο κάποιες φιλοσοφικές «προερμηνευτικές επιλογές» τους αλλά και ξεκάθαρα πολιτικές σκοπιμότητες ή ακόμη και μεθοδευμένους πολιτικούς χειρισμούς. Και αυτό καταλήγουν να το ερμηνεύσουν ως έγκυρη γνωσιακά τεχνολογία της λειτουργίας των σχέσεων εξουσίας, δίδοντας έτσι κύρος στην πολιτική τους τοποθέτηση.
Αφορμή αυτής της σκέψης και προβληματικής για την «επικίνδυνη σχέση» νηφάλιας επιστημονικής τοποθέτησης και στοχευμένης πολιτικής παρέμβασης αποτελεί στα πλαίσια αυτού του σημειώματος η συνέντευξη του κ. Αλιβιζάτου, καθηγητή του συνταγματικού δικαίου στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας και διακεκριμένου δημοσιολόγου, στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, το βράδυ της Δευτέρας, 24ης Αυγούστου, στην βάση των συνταγματικών προβλημάτων που έχουν ανακύψει μετά την παραίτηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και την δρομολόγηση των διερευνητικών εντολών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 1 εδ. α’ και β’ και 37 παρ. 2 έως και 4 του Συντάγματος. Οι τοποθετήσεις του κ. Αλιβιζάτου αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν όψει και των επιστολών που έχουν ανταλλαγεί και γίνει δημόσια γνωστές μεταξύ της Προέδρου της Βουλής και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο κ. Αλιβιζάτος διατείνεται κατ’ αρχάς ότι όλα όσα συντελέσθηκαν μεταξύ της 21ης Αυγούστου και της 24ης Αυγούστου εκ μέρους της Προεδρίας της Δημοκρατίας ήταν απολύτως νόμιμα κατά την συνταγματική έννοια αλλά και εναρμονίζονταν με την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Αν ανατρέξει, όμως, κανείς στην επιστολή της Προέδρου της Βουλής της 22-8-2015, θα παρατηρήσει ότι τίθενται ορισμένα ζητήματα που δεν είναι τόσο εύκολο να παρακαμφθούν από συνταγματική και θεσμική άποψη. Η παρατήρηση της ΠτΒ , η οποία μάλιστα γλαφυρά χαρακτηρίζεται από τον κ. καθηγητή ως «η κυρία αυτή», ότι, αφότου παραιτήθηκε η κυβέρνηση το βράδυ της Πέμπτης 20-8, η πρώτη εντολή δόθηκε άκαρπα στον κ. Τσίπρα και η δεύτερη μέσω e-mail στον κ. Μειμαράκη, οδηγεί σε μη καθησυχαστικούς συλλογισμούς, ενδεχομένως δε και σε έντονο θεσμικό άγχος. Διότι ναι μεν το Σύνταγμα, ως ισχύει, δεν ορίζει στο άρθρο 37 τον τρόπο «παροχής της διερευνητικής εντολής», καθώς όντως το Σύνταγμα δεν είναι Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Όμως, ακόμη και στην πιο προωθημένη τεχνολογικά εποχή της ανθρωπότητας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εύρυθμη κοινοβουλευτική λειτουργία η παροχή της διερευνητικής εντολής χωρίς καμία προσωπική επαφή μεταξύ του ρυθμιστή του πολιτεύματος και των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων, κατά βάση άμεση και πάντως τουλάχιστον τηλεφωνική. Η εκφυλιστική αυτή πρακτική για τις λειτουργίες του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ανάγεται σε μια μη διαβουλευτική και απόλυτα εργαλειακή λογική, μια λογική « επιτάχυνσης άνευ ποιότητας των διαδικασιών» (fast track), η οποία υποβαθμίζει τους παράγοντες του πολιτεύματος, την σχέση τους αλλά και την λειτουργία του πολιτεύματος συνολικότερα. Είναι δε αυτή η αντίληψη χαρακτηριστική για τον εργαλειακό/αυταρχικό κοινοβουλευτισμό όλης της περιόδου των Μνημονίων από το 2010 μέχρι και σήμερα, έναν κοινοβουλευτισμό σε βαθιά κρίση. Έναν εργαλειακό κοινοβουλευτισμό, ο οποίος δεν επικρίθηκε, αν θυμάμαι καλά, από τον κ. Αλιβιζάτο, καθώς από την εποχή του πρώτου μνημονίου έλαβε θέση υπέρ της βασικής συνταγματικότητας των διαδικασιών και των περιεχομένων της λεγόμενης μνημονιακής τοποθέτησης. Παρά το γεγονός ότι το κοινωνικά προστατευτικό τμήμα του Συντάγματος, παρά την παραπληρωματικότητα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, τέθηκε ουσιαστικά εκτός ισχύος.
Ομοίως, προκαλεί έντονο προβληματισμό η τοποθέτηση του κ. Αλιβιζάτου, κατά την οποία η κλήση των πολιτικών αρχηγών κατά την διάταξη του άρθρου 37 παρ. 3εδ. γ’ του Συντάγματος μετά την μη τελεσφόρηση των εντολών για να αποφασίσουν αν θα σχηματίσουν κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής ή αν θα αποφασίσουν οικουμενική κυβέρνηση ή υπηρεσιακή για την διενέργεια εκλογών έχει απολύτως άτυπο χαρακτήρα και ότι η κλήση αυτή δεν χρειάζεται να έχει χαρακτήρα σύσκεψης . Η τοποθέτηση αυτή θέτει κατ’ αρχήν το απολύτως λογικό ερώτημα πώς οι αρχηγοί των κομμάτων θα αποφασίσουν για την μια επιλογή ή την άλλη χωρίς καμία διαβουλευτική συλλογική διαδικασία και διαδικασία ανταλλαγής απόψεων και αν είναι δυνατή μια συλλογική διαβουλευτική διαδικασία μόνο μεταξύ του ΠτΔ και κάθε αρχηγού κόμματος και μόνο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, και στην θεωρία έχει βάσιμα υποστηριχθεί ότι η κλήση από τον ΠτΔ στους αρχηγούς των κομμάτων γίνεται με σύσκεψη (άλλωστε κλήση σε τι ακριβώς;) τόσο παλαιότερα (βλ. ενδεικτικά σε Αθ. Ράϊκου «Συνταγματικό Δίκαιο- Εισαγωγή-Οργανωτικό Μέρος, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σελ. 378 ) όσο και πιο πρόσφατα (βλ. ενδεικτικά σε Κ. Χρυσόγονου « Συνταγματικό Δίκαιο», σελ. 530 επ.), πάντοτε στην μορφή του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 1986. Επίσης, αυτή η πρακτική έχει σταθερά ακολουθηθεί με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις εκλογές του Μαΐου 2012. Τέλος, αποτελεί ένα παράδοξο στα πλαίσια της ίδιας της δυναμικής λειτουργίας του πολιτεύματος να «εγκαθίστανται» ασχολίαστοι κριτικά από την επιστήμη θεσμοί όπως το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, το οποίο δεν έχει κανένα ρητό συνταγματικό έρεισμα και εκεί όπου υπάρχει όντως συγκροτημένος, τόσο από την έμμεση γραμματική ερμηνεία όσο και από την συνταγματική πρακτική, ένας θεσμός όπως η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών ως έσχατο μέσο για την επίτευξη κυβερνητικής λύσης, αυτός ο θεσμός να αποδυναμώνεται ερμηνευτικά για να ενισχυθεί για άλλη μια φορά μια εργαλειακή και μη δημοκρατική θεσμική αντίληψη. Παρατηρεί μάλιστα κανείς μια συνάφεια ανάμεσα σε αυτήν την ερμηνευτική αποδυνάμωση και στην πρακτική ορισμένων πολιτικών αρχηγών όπως οι κ.κ. Π. Καμμένος και Δ. Κουτσούμπας να δηλώνουν εκ των προτέρων την μη συμμετοχή τους. Αλλά, ακόμη και έτσι, «μη συμμετοχή» σε άτυπες τηλεφωνικές συνομιλίες πώς μπορεί να νοηθεί; Επίσης, πώς επιβεβαιώνεται η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, όταν τα φυσικά πρόσωπα δεν διασκέπτονται –ακόμη και με την ακραία εκδοχή μιας τηλεδιάσκεψης ;
Περαιτέρω, είναι μεν βάσιμο το επιχείρημα του κ. Αλιβιζάτου ότι το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 37 παρ. 4 την ενημέρωση ως προς την δύναμη των κομμάτων στην Βουλή από την ΠτΒ στον ΠτΔ και όχι αντίστροφα. Γραμματικά, έτσι είναι. Μπορεί, όμως, να νοηθεί μια ομαλή θεσμική συλλειτουργία μεταξύ των δύο πολιτειακών παραγόντων χωρίς το στοιχείο της αλληλοενημέρωσης και αλληλοεπικοινωνίας ; Είναι θεσμικά ομαλή μια λειτουργία, κατά την οποία η ΠτΒ δεν ενημερώνεται για την παραίτηση της κυβέρνησης ούτε από τον πρωθυπουργό ούτε από τον ΠτΔ αλλά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ; Και μάλιστα τα ίδια μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία στοχοποιούν πολιτικά την ΠτΒ από το πρωί μέχρι το βράδυ ;
Βρίσκω επίσης ενδιαφέρον το επιχείρημα του κ. Αλιβιζάτου, κατά το οποίο η επιλογή οποιασδήποτε ημερομηνίας εκλογών εντός του 30ημέρου από το διάταγμα προκήρυξης εκλογών δεν δημιουργεί κανένα θεσμικό πρόβλημα, καθώς είναι συνταγματικά προβλεπόμενη και ανεκτή. Ο κύριος λόγος που το βρίσκω ενδιαφέρον είναι επειδή το συσχετίζω με το επιχείρημα του παρελθόντος Ιουνίου από την πλευρά του «Ναι» στο σχέδιο των δανειστών και του κινήματος «Μένουμε Ευρώπη» ότι υφαρπασσόταν μια απόφαση λόγω του πολύ σύντομου προεκλογικού χρόνου. Βεβαίως, η συσχέτιση αυτή δεν αφορά τον κ. Αλιβιζάτο προσωπικά, καθώς δεν γνωρίζω την τότε άποψή του, αλλά την γενικότερη υποκρισία ενός πολιτικού και διανοητικού προσωπικού, που θεώρησε fast track την προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος του Ιουλίου, αλλά σήμερα σιωπά στο γεγονός ότι χωρίς αποτελεσματικό δημόσιο διάλογο για το δυσβάσταχτο τρίτο μνημόνιο και παρά τις σημαντικές πολιτικές ανακατατάξεις που επεσυνέβησαν, ο λαός μπορεί ώριμα να αποφασίσει μέσα σε είκοσι ημέρες.
Κλείνοντας, θα ήθελα να προβώ σε έναν σύντομο πολιτικό σχολιασμό επί του περιεχομένου της παραπάνω συνέντευξης. Όταν ένα δημόσιο πρόσωπο τοποθετείται στον δημόσιο διάλογο με την επιστημονική του ιδιότητα ως προέχουσα, θα πρέπει να κρατά μια λογική ή πάντως συγκρατημένη απόσταση από την ιδεολογική του τοποθέτηση και προεπιλογή, αν θέλει να διαφυλάσσει την εγκυρότητα του επιστημονικού του λόγου- και με δεδομένη την προαναφερθείσα καχυποψία μου για την αλήθεια ενός απόλυτου διαχωρισμού ανάμεσα στους δύο ρόλους. Ο καθηγητής της νομικής, μιλώντας με αυτήν του την ιδιότητα, δεν μπορεί να αναφέρεται στο νεοσυσταθέν πολιτικό κόμμα της «Λαϊκής Ενότητας» ή σε οποιοδήποτε νεοσυσταθέν κόμμα ως «απόκομμα» ούτε στην ΠτΒ ως «αυτήν την κυρία», καθώς μάλιστα η ΠτΒ έχει, κατά τον Καντόροβιτς, αλλά και κατά την ίδια την κοινοβουλευτική λειτουργία δύο σώματα, ένα φυσικό και ένα οργανικό, και μάλιστα το φυσικό τυγχάνει όλως συμπτωματικά να είναι και έμφυλο. Όσον αφορά την «Λαϊκή Ενότητα», δεν είναι σαφές αν είναι «απόκομμα», γιατί προήλθε από την διάσπαση ενός πραγματικού σοβαρού κόμματος-όπως ιδίως ο μνημονιακός πια ΣΥΡΙΖΑ- ή γιατί έχει απαράδεκτες αντιμνημονιακές αντιλήψεις (είναι όμως αυτό κριτήριο διαχωρισμού σε κόμματα και αποκόμματα ; ) ή γιατί συνιστά «απόκωμα», καθώς μπορεί να συμβάλει στην έξοδο από το μνημονιακό κώμα, στο οποίο δυστυχώς βρισκόμαστε και από το οποίο πρέπει σύντομα να βγούμε. Θα συμβούλευε ο κ. καθηγητής μια τέτοια λογική ή εννοιολογική διαφοροποίηση στους νυν μαθητές και μαθήτριές του;
Ακούγοντας μια δεύτερη φορά την συνέντευξη του κ. Αλιβιζάτου, σκέφτομαι ότι η εξέλιξη των διανοουμένων του πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικού ή κεντροαριστερού τόξου ( μέσα από την υποτιθέμενη πάλη κατά του «εθνολαϊκισμού» και άλλων επισφαλών νοητικά κατηγοριών του σύγχρονου μεταφιλελευθερισμού ) οδηγεί συχνά τόσο σε μια , παρά τον discourse περί κεντρώας νηφαλιότητας, διαφανή πολιτική εμπάθεια κατά πολιτικών δυνάμεων που αναζητούν μια εναλλακτική λύση πέραν του «υπαρκτού μνημονιακού ρεαλισμού» και της επισυσσώρευσης ερειπίων εντός του και εντός της ευρωζώνης. Οδηγεί, επίσης, σε έναν ιδιόμορφο ιδεολογικό χώρο του «ριζοσπαστικού κέντρου», ο οποίος, στην αγωνία του να παγιώσει αυτήν την νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα που επικρατεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παρακάμπτει τα συνταγματικά δημοκρατικά αντερείσματα προς τον ολοκληρωτισμό των αγορών, την ίδια στιγμή όπου υποτίθεται ότι εκστρατεύει κατά των «δύο άκρων» με φιλελεύθερο ζήλο. Βεβαίως, τα «αποκόμματα» μπορούν να ταξινομηθούν, χάριν της ακρότητάς τους μαζί και με το «δεξιό άκρο» ή συμμετρικά προς αυτό. Είναι η γνωστή θεωρία των «δύο άκρων», διαδεδομένη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και μετά από αυτόν. Όμως, αυτό ως σκέψη δεν είναι πολύ μακρυά από τον μακκαρθισμό, μια πολιτική ιδεολογία την οποία ο ίδιος ο κ. Αλιβιζάτος έχει παρουσιάσει με εξαιρετική ενάργεια στην διδακτορική διατριβή του.
Τέλος, μου φαίνεται σχετικά ευρηματική μια τοποθέτηση, η οποία αγωνιά τώρα για την μη διάσπαση της Αριστεράς, ενώ πιθανόν θεώρησε την υπογραφή του Μνημονίου πριν από λίγες ημέρες μια καλή βάση για την ενότητά της. Όμως, στο σημείο αυτό πιθανόν να είμαι και υπερβολικός, ίσως δε και ακραίος. Άλλωστε, η ενότητα της Αριστεράς δεν είναι μια πανεθνική αυταξία αλλά ένα εργαλείο για όσους/ες ενδιαφέρονται για την επίτευξη των σκοπών της.

Σχόλια