Το φτιασίδωμα της συντριβής

Επειδή ως ανθρώπινα όντα υπακούουμε στο φαινόμενο της εξοικίωσης αισθήσεων και νόησης καλά κάνουν οι "Ραδιο Αρβύλα" και μας θυμίζουν κάθε λίγο τους άπειρους Φιλιππικούς του Αλέξη κατά της ΕΕ, των μνημονίων και δεν συμμαζεύεται για να ανακαλούμε και να συνειδητοποιούμε το μέγεθος της ασυνέπειας... Γιατί ακόμη και σήμερα -και με την βοήθεια της ελεγχόμενα αντιπολιτευόμενης αντιπολίτευσης- οι λέξεις επιλέγονται προσεκτικά μήπως και καλύψουν μέρος από το ξεγύμνωμα... Παλιά τεχνική, που πρώτος την δίδαξε, την εφάρμοσε και την διάδωσε ο μεγάλος και το Πανελλήνιο ΣΟΚ του... 
Αντιγράφουμε από την Εφημερίδα των Συντακτών του πολύ εύστοχο σημείωμα της Πέπης Ρηγοπούλου.

Πίσω από τις λέξεις

Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη
Σκίτσο του Μιχάλη Κουντούρη
Την είδα να προχωράει την Πατησίων λίγα βήματα πριν από εμένα. Είχε έναν δισταγμό στο βήμα της. Κοίταζε αριστερά και δεξιά τα μαγαζιά, κοντοστεκότανε. Ξαφνικά σταμάτησε σε ένα παλαιοπωλείο. Βάζα και φώτα και αντικείμενα λογής λογής αραδιασμένα μέχρι έξω στο πεζοδρόμιο.

Τη βλέπω να περιεργάζεται κάπως αμήχανα τον σωρό των πραγμάτων και καθώς από την πόρτα προβάλλει ο ιδιοκτήτης την ακούω να τον ρωτά: Εκτός από το να πουλάτε μήπως αγοράζετε κιόλας; Γιατί, ξέρετε, έχω ένα εξαιρετικό μπακίρι, έναν δίσκο πολύ όμορφο.

Προσπέρασα χωρίς να μάθω τι της απάντησε εκείνος. Ομως ήξερα ήδη τι ήταν αυτό που έκανε εκείνη. Επειδή υπάρχει πολλή ντροπή λόγω της υβριδικής κατάστασης που ζούμε στον τόπο μας, δεν βγήκε, όπως πριν από λίγα μόλις χρόνια οι Ρωσίδες ομόλογές της, να πουλήσει η ίδια την ελπίδα της για ένα κομμάτι ψωμί.

Σε εκείνες τότε, αρχές '90, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, δεν περίσσευε η ντροπή. Τα έδιναν όλα ξεροσταλιάζοντας στα κρύα πεζοδρόμια της Αγίας Πετρούπολης, της Μόσχας, με τον τσιγκούνη ήλιο.

Από το σκόρδο τουρσί και τα μπλινί φτιαγμένα από τις ίδιες, τις αναιμικές ντομάτες και τα λαχανικά καλλιεργημένα στα είκοσι μέτρα τής πίσω αυλής τους, έως καταπληκτικές ρωσικές εικόνες, το καμάρι της πατρίδας τους που με τα εκτυφλωτικά τους χρώματα και την αφαίρεσή τους έθρεψαν τη ρωσική πρωτοπορία έναν αιώνα πριν από αυτόν, τον τωρινό αιώνα μας, τον αιώνα της ανακύκλωσης αγαθών, ιδεών και ανθρώπων.

Εδώ ακόμα ντρεπόμαστε για τον οικονομικό μας κατήφορο, για την ένδεια που ενσκήπτει κάθε μέρα και πιο πολύ, σε πιο πολλούς. Κάνουμε σαν να μην έχουν όλα χαθεί. Είναι και η στάση της κυβέρνησης που επιτείνει τη σύγχυση για το πού βρισκόμαστε και το ποιοι είμαστε.

Χαμόγελα φαντασιακής ευωχίας στο Κοινοβούλιο και μια θλίψη έξω από αυτό, στην πλειονότητα του κόσμου, που δεν βλέπει μπροστά του προοπτική. Λέξεις που, αντί να παρηγορούν, τρομάζουν. Με πιο επίφοβη από όλες τη λέξη ανάπτυξη όταν δεν σημαίνει παρά το αντίθετό της.

Τα χρήματα που θα πάρουμε από τους εταίρους θα πάνε, μας λένε, στην ανάπτυξη. Οι αβάσταχτοι φόροι που πληρώναμε, αυτοί οι πιο αβάσταχτοι που θα πληρώσουμε τώρα, θα πάνε στην ανάπτυξη. Τι λογής ανάπτυξη, προς όφελος ποιανού και εις βάρος ποιου άλλου; Τι λογής ανάπτυξη όταν η χώρα μπαίνει στον εφιάλτη μιας «επιτήρησης» που είναι το άλλο όνομα της υποτέλειας;

Πόση ανάπτυξη όταν τα χρήματα που και άλλοτε μας είπαν πως ήταν προορισμένα για την ανάπτυξη δεν έφυγαν στην ουσία ποτέ από τα χέρια, τα χρηματοκιβώτια των δανειστών; Αλλά και ποια ανάπτυξη; Μια από τις λέξεις, τις πολλές, που αν θέλουμε να έχουμε ελπίδα να ζήσουμε πρέπει να τολμάμε να την ανακρίνουμε, να μην την επαναλαμβάνουμε μηχανιστικά.

Ελευθερία, ελπίδα έστω για μια δύσκολη ελευθερία, είναι να τολμάς να ανακρίνεις τις λέξεις, να τολμάς να ξεχωρίζεις το καλό και το κακό τους κομμάτι. Παντού και πάντοτε, αλλά τώρα πιο πολύ από πάντοτε, εδώ στην Ελλάδα πιο πολύ από αλλού, οι λέξεις είναι διπλές.

Πού αλλού θα μπορούσαν να παίξουν καλύτερα τον ρόλο τους λέξεις-διπλά προσωπεία του Ιανού, λέξεις σωσίβια-παγίδες, λέξεις-φαντάσματα πιο πραγματικά από το πραγματικό, παρά σε ένα σκηνικό συντέλειας μεταμφιεσμένο σε σκηνικό σωτηρίας, το σκηνικό της σημερινής Ελλάδας;

Τις απαριθμώ μία μία: ανάπτυξη, πρόοδος, νεότητα, αναγνωρισιμότητα. Λέξεις-πεπονόφλουδες που δεν κουραστήκαμε να πατάμε, αυτές από τις οποίες πρέπει να απαλλαγούμε όχι από σήμερα, αλλά όπως λέμε σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, «από χτες».

Ας τολμήσουμε να αγγίξουμε κάτω από τη γλιστερή επιφάνεια των λέξεων το τραύμα μας. Ας δεχτούμε ότι δεν είναι κάποιος ένοχος γιατί πονά και γιατί στερείται. Το πρώτο βήμα είναι ίσως αυτό.

Σχόλια