Η αβάσταχτη μελαγχολία του Σαββατοκύριακου…

Εκτός από γνώση και κατανόηση ψυχολογικών δεδομένων χρειάζεται και το τάλαντο της γραφής, που αποδεδειγμένα διαθέτει η φίλτατη της ΦΑΙΑΚΙΑΣ Αλέκα Μητσιάλη για να περιγράψει τόσο αναλυτικά και αισθαντικά την αντιφατικότητα των Σαββατοκύριακων... Διαβάστε το για να ξεκουράσετε τους προβληματισμούς σας... 

Η αβάσταχτη μελαγχολία του Σαββατοκύριακου…
Αν η Κυριακή ήταν πάντα ο θάλαμος αναμονής της Δευτέρας, αν κουβαλούσε τη βεβαιότητα της αναπότρεπτης επιστροφής στην εβδομάδα εργασίας με τους καταναγκασμούς και τα άγχη της, δεν θα μπορούσε, θα υποστήριζαν οι πιο πολλοί, παρά να φέρει πάνω της ως μόνιμο και αναπόφευκτο συναισθηματικό φορτίο μια κάποια μελαγχολία.

Σαν την Κυριακή και κάποιες από τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας ήταν κι αυτές ποτισμένες από μια αφόρητη «κυριακίλα», οι ημιαργίες κυρίως και οι κάθε είδους επέτειοι. Κοινό χαρακτηριστικό τους η αναγκαστική αποχή από τα εργασιακά καθήκοντα, η αργία, ο χρόνος που ξαφνικά απελευθερώνεται από τις συνήθεις δεσμεύσεις του, από τις δικλίδες ασφαλείας της οριοθέτησης, της ταξινόμησης, των προτεραιοτήτων. Η απενεργοποίηση του ξυπνητηριού, η δυνατότητα ενός παρατεταμένου ύπνου, η παραμονή στο σπίτι για ακαθόριστο χρονικό διάστημα παρέα με τα οικεία πρόσωπα, οικογένεια και φίλους. Αλλά και ίσως κυρίως η πραγματοποίηση μικρών μύθων. Μύθων που κατασκεύαζε η κυρίαρχη ιδεολογία και αναλάμβανε να προωθήσει η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου. Μύθων καταναλωτικών shopping therapy και ξέφρενης διασκέδασης, μύθων μιας φαντασιωτικής υπέρβασης της ζοφερής πραγματικότητας, που βιωνόταν μέσα σε εμπορικά κέντρα και νυχτερινές ατραξιόν, εκεί που επιτέλους είχες πιστέψει ότι μπορείς να ζήσεις σαν ένας άλλος και σαν άλλος να είσαι πραγματικός.

Στην ουσία κάθε Σαββατοκύριακο αντιμετωπιζόταν ως ο τόπος μιας νέας ελπίδας. Μια μικρή, προσωπική ουτοπία φαινόταν να κατοικεί εντός του αφήνοντάς μας περιθώρια στο όνειρο. Το Σαββατοκύριακο φάνταζε ένα μαγικό σεντούκι με κρυμμένα μυστικά, με μικρά δώρα-εκπλήξεις ικανά, όσο τα περιμέναμε, να δίνουν νόημα σε μια μονότονη, εξοντωτική, μηχανικά επαναλαμβανόμενη εβδομάδα ειλώτων: σκυμμένο κεφάλι για ατέλειωτες ώρες χωρίς καμιά προοπτική. Το Σαββατοκύριακο ήταν η εναπόθεση στο κοντινό μέλλον μιας ελλοχεύουσας δυνατότητας: να είμαστε ελεύθεροι και περισσότερο ευτυχισμένοι. Μπορούσε όμως η προσωπική μας ουτοπία να πραγματοποιηθεί με τους κυρίαρχους μύθους; Μπορούσαμε να πετάξουμε ελεύθεροι μέσα στη χρυσόσκονη της μαγισσούλας που κάλυπτε τα πάντα και παρέδιδε στα μάτια μας τον κόσμο ντυμένο στην αυταπάτη μιας φτηνής γκλαμουριάς; Μπορούσε ο είλωτας να μεταμορφωθεί σε ελεύθερο έστω για ένα Σαββατοκύριακο;

Τώρα που όλο και λιγότεροι έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν τον μύθο του Σαββατοκύριακου, τώρα που η βόλτα στα εμπορικά κέντρα δεν συνοδεύεται από αγορές αλλά από τον καφέ της παρηγοριάς που μέσα στην εμπορική φρενίτιδα επιτείνει τη μιζέρια, τώρα που οι βραδινές έξοδοι έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο και το κουτσουρεμένο μπάτζετ αναγκάζει σε μια επαναφορά παλιών τρόπων διασκέδασης που επίμονα σου θυμίζουν την κοινωνική θέση που νόμιζες ότι είχες προ πολλού αποχαιρετίσει, τώρα που η χρυσόσκονη των κυρίαρχων μύθων δεν φτάνει για να σε κάνει να πιστέψεις ότι ντύθηκες το ιλουστρασιόν κοστούμι ενός άλλου και ως διά μαγείας έγινες αποδεκτός, τώρα που όταν έρχεται το τριήμερο εύχεσαι οι καιρικές συνθήκες να σου προσφέρουν τη δικαιολογία για την εκδρομή που οικονομικά δεν μπορείς να σηκώσεις, το Σαββατοκύριακο βαραίνει από ακόμα μεγαλύτερη μελαγχολία.

Η μικρή, προσωπική σου ουτοπία απογυμνώνεται, οι κυρίαρχοι μύθοι δεν μπορούν να τη ντύσουν. Η ψευδής συνείδηση δεν μπορεί πια να σε πείσει για την ορθότητά της και το Σαββατοκύριακο σε βυθίζει στη θλίψη μιας αλήθειας δυσκολοχώνευτης: δεν υπάρχει τίποτα να περιμένεις και το Σαββατοκύριακο που ακολουθεί στη σειρά δεν είναι η προοπτική μιας κινητικότητας αλλά η επισφράγιση της ακινησίας, δεν είναι ο ερχομός μιας ζωτικής δύναμης αλλά η βεβαιότητα μιας αδυναμίας που γίνεται ανικανότητα, κοινωνική ανημπόρια, πραγματικός ταξικός φραγμός. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης πραγματοποιείται με όλο και πιο υποβαθμισμένους όρους ακολουθώντας κατά πόδας την υποτίμηση της ίδιας της δουλειάς.

Κι αναρωτιέμαι, τι γίνεται ο μύθος που καταρρέει και η μελαγχολία που σε πλημμυρίζει; Μια ελάχιστη έστω δυνατότητα απελευθέρωσης, ένα μικρό παραθυράκι προς το μετά τις αυταπάτες φως ή ένα απωθημένο που καιροφυλακτεί να πάρει, με την πρώτη ευκαιρία, το αίμα του πίσω μέσα σε ακόμα μεγαλύτερες δόσεις χρυσόσκονης και γκλαμουριάς;
Αλεξάνδρα Μητσιάλη
συγγραφέας-φιλόλογος

(Δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» 13/3/14)

Σχόλια