Κι εμείς οι κακόμοιροι τι να κάνουμε !!!

Αναρωτιέται ο φίλτατος ΠΑΠ μετά από μία προσεγμένη έρευνα των σύγχρονων χρηματοπιστωτικών δεδομένων στην Δύση... Κείμενο για μελέτη, που το προτείνουμε...

Η κρίση του 2008 δεν ήταν η μεγαλύτερη κρίση, όπως νομίζουμε σήμερα.
Ίσως ήταν η μεγαλύτερη από αυτές που γνωρίσαμε μέχρι τώρα, σε μεγέθη και αριθμούς. Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από αλλεπάλληλες κρίσεις, τις οποίες οι ποικίλοι ειδήμονες, καθηγητάδες, οικονομοφιλόσοφοι, αναλυτές και λοιποί εξειδικευμένοι – πανεπιστημιακοί λογιστές και απολογητές του φιλελευθερισμού και μαζί μ' αυτούς και του καπιταλισμού γενικότερα, έκρυβαν σκοπίμως ή ερμήνευαν ως επιμέρους φαινόμενα, μειώνοντας με κάθε τρόπο τη μεταξύ τους εξάρτηση, προκειμένου να πείσουν τον κοσμάκη αλλά και τους πονηρούς “δημιουργικούς επιχειρηματίες”, όπως και τους κάθε λογής ονειροπόλους του καπιταλιστικού ονείρου περί της βιωσιμότητας του καπιταλισμού και μάλιστα ως του μοναδικού συστήματος που στηρίζει ολόκληρη την ανθρωπότητα και το μέλλον της.
Η αίσθηση λοιπόν που σχηματίζει ο απλός κόσμος που πληρώνει ασταμάτητα, χωρίς να παίρνει ανάσα και χωρίς να είναι σε θέση να πραγματοποιεί την ελαχιστότατη δυνατή αποταμίευση, μηχανισμό πάνω στον οποίον βασίστηκε η αυταπάτη του καπιταλιστικού θαύματος στις δεκαετίες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν προσωρινά είδε να αυξάνεται η αγοραστική του δύναμη και να “αρχίζει” να υλοποιείται το όραμα του για μια καλλίτερη ζωή, είναι ότι όλο αυτό το “σύστημα” κατέρρευσε.
Χωρίς να γνωρίζει ποιο είναι ακριβώς αυτό το σύστημα, τι ακριβώς και γιατί κατέρρευσε. Πολύ δε περισσότερο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει μέσα σε αυτό το θολό τοπίο της καταστροφολογίας, ποιες είναι και ποιες θα είναι οι πραγματικές συνέπειες και οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου. Αυτό που είναι φυσικό να αντιλαμβάνεται είναι ότι από τη στιγμή που κατέρρευσε το οικοδόμημα αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται η “οικονομία”, η παγκοσμιοποίηση της οποίας είναι αυτή που καθορίζει και επιβάλει το ρυθμό και τους κανόνες παγκοσμιοποίησης όλων των άλλων δραστηριοτήτων στον πλανήτη, κατέρρευσε αυτόματα και ο κόσμος του ή κινδυνεύει να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Όσο κι αν αντιλαμβάνεται “γενικά” και μάλλον αφηρημένα, ότι έχοντας πέσει θύμα εκμετάλλευσης, χάρις στη θεαματική επιχείρηση by pass, της πραγματικής οικονομίας μέσα από τη δημιουργία και την ασφυκτική λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως αποκλειστικού πλέον ρυθμιστή της οικονομίας, και ότι με τη παραμικρή κίνηση στο εικονικό επίπεδο της οικονομίας, δηλαδή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, θα καταρρεύσει η πραγματική οικονομία και μαζί με αυτή θα επέλθει και η συντέλεια του υπαρκτού κόσμου που ζει και κινείται – χωρίς απαραίτητα να μπορεί να διατηρεί το δικαίωμα του να δουλεύει – εν τούτοις υποτάσσεται “μοιρολατρκά στη μοίρα του” αναζητώντας καταφύγιο μέσα από τη διατήρηση ή τουλάχιστον σωτηρία μέσα από τις λιγότερες δυνατές απώλειες του συστήματος, το οποίο τον οδηγεί νομοτελειακά στην καταστροφή του.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία, όπου οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι δεν δείχνουν τη διάθεση να ανατρέψουν το σύστημα που τους καταπιέζει, ανεξάρτητα από το αν γνωρίζουν ότι για να καλυτερεύσουν τη ζωή τους θα πρέπει να έρθουν σε σύγκρουση με τους εκμεταλλευτές τους.
Είναι ίσως η πρώτη φορά στην ιστορία, όπου, στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου όλος ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται πλέον στο λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 99% των καταπιεσμένων, δεν τολμάει να έρθει σε σύγκρουση μαζί του.
Ανεξάρτητα από τις ερμηνείες, πολιτικές, κοινωνιολογικές, φιλοσοφικές, ιστορικές, οικονομικές ή ό,τι άλλο θα μπορούσε να δώσει κανείς, το φαινόμενο αυτό δεν παύει να αποτελεί μια τραγική πραγματικότητα, που χρειάζεται περισσότερο μια άμεση αντιμετώπιση, παρά μια ερμηνεία, παραβιάζοντας ακόμη και τον κανόνα της λογικής: ότι αν δεν κατανοήσεις και δεν ερμηνεύσεις ένα φαινόμενο, δεν είσαι σε θέση να το αντιμετωπίσεις.
Οι προθεσμίες είναι πιο ασφυκτικές ακόμη και από το τελεσίγραφο που έδωσε η ΕΕ στην Ελλάδα και που κακώς αναφέρεται ως τελεσίγραφο προς την Ελληνική κυβέρνηση. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε ακόμη δει τις συνέπειες της κρίσης που διερχόμαστε. Οι συνέπειες που γνωρίσαμε και εξακολουθούμε να γνωρίζουμε, είναι απλώς ενδεικτικές του τι πρόκειται να συμβεί, αν δεν σηκώσουμε κεφάλι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Σήμερα είναι πολύ της μόδας η θεωρία των παιγνίων, ειδήμονες της οποίας με περικεφαλαία (ως σύμβολο πατριωτισμού) έχουν αναλάβει τη διαπραγμάτευση (ποια ακριβώς), της χώρας με την ΕΕ, μετατρέποντας τα αλλεπάλληλα eurogroups, σε γήπεδο που παίζονται διάφορα παιγνίδια, πχ αυτό με το “κοτόπουλο” (chicken game, chicken run), κάνοντας τα να αποτελούν ένα καλό επίπεδο εφαρμογής των εικονικών παιχνιδιών (γνωστών εταιρειών της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ), με ένα συνοδευτικό αινιγματικό χαμόγελο απροσδιορίστου ή πολλαπλής συναισθηματικής προέλευσης και μπόλικη πανεπιστημιακή αίγλη, ελπίζοντας ότι χάρις στις προσωπικές ικανότητες, που βρίσκονται στο ζενίθ του ναρκισσισμού και της υπερτίμησης τους, οι αντίπαλοι θα αναγκαστούν να δείξουν τα δόντια τους, οπότε θα εκτεθούν και έτσι θα βρεθεί ένα αντικείμενο συζήτησης και σύγκρουσης, το οποίο θα υπερκεράσει και θα αντικαταστήσει το πραγματικό και ουσιαστικό.
Και όποιος τσιμπήσει: λαός τεχνοκράτες, δανειστές, αγορές κλπ Ας δούμε λοιπόν τι γίνεται με το παιγνίδι των κρίσεων, που χαριτολογώντας και προκειμένου να γίνει πιο παραστατικό προς τους θεατές – θύματα, παρουσιάζεται ως το παιγνίδι με τις φούσκες. Η κρίση λοιπόν του 2008 ήταν σε μεγάλο βαθμό μια τραπεζική κρίση, η οποία επικεντρώθηκε σε τίτλους. Ας θυμηθούμε ότι αφορμή δόθηκε, όταν έσκασε η φούσκα των στεγαστικών δανείων.
Η πραγματική κρίση θα χτυπήσει όταν σκάσει η φούσκα των ομολόγων. Το σημερινό παγκόσμιο νομισματικό σύστημα βασίζεται στο χρέος. Όπως έχω επανειλημμένα τονίσει σε πάμπολλα κείμενα μου, αυτό αποτελεί ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν, με μεγάλες και σίγουρες επιδόσεις, που επιτρέπει ταυτόχρονα και τη κερδοσκοπία, μέσα από τις κατά καιρούς “ψυχολογικές διακυμάνσεις” της αγοράς (απλές ανησυχίες, θορυβήσεις, άγχη κλπ).
Οι κυβερνήσεις εκδίδουν κρατικά ομόλογα, τα οποία μια επίλεκτη ομάδα των μεγάλων τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (π.χ. Primary Dealers στις ΗΠΑ) αγοράζουν, πωλούν και ελέγχουν μέσω δημοπρασιών.
Αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν καταχωρήσει τα ομόλογα στους ισολογισμούς τους ως «περιουσιακά στοιχεία». Στη πραγματικότητα αυτά αποτελούν σήμερα τα ανώτερα σε αξία και τα περισσότερα σε αριθμό περιουσιακά στοιχεία που κατέχουν οι τράπεζες.
Οι τράπεζες, στη συνέχεια, εκδίδουν τα δικά τους χρήματα (με βάση το χρέος) μέσα από έναν ολόκληρο μηχανισμό που αποτελείται από διατραπεζικά δάνεια, στεγαστικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, δάνεια αυτοκινήτων, και άλλα παρόμοια μέσα στο σύστημα. Έτσι, το «χρήμα» εισέρχεται στην οικονομία μέσω δανείων ή χρεών. Με αυτή την έννοια, τα χρήματα δεν αποτελούν στη πραγματικότητα κεφάλαιο αλλά “νόμιμες” συμβάσεις χρέους.
Εξαιτίας αυτού, το σύστημα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μια εγγενή μόχλευση, χρησιμοποιώντας “δανειακό” και όχι δανεικό χρήμα.
Σκεφτείτε τα εξής:
1) Το σύνολο του νομίσματος που κυκλοφορεί σήμερα σε μετρητά, με τη μορφή χαρτονομισμάτων και κερμάτων μόνον στις ΗΠΑ είναι κάτι περισσότερο από 1.200 δις $ .
2) Αν συμπεριλάβουμε τα χρήματα που βρίσκονται τοποθετημένα με τη μορφή καταθέσεων σε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους λογαριασμούς το ποσό του "χρήματος" στο σύστημα είναι περίπου 10 τρις $ .
3) Σε αντίθεση, η αγορά ομολόγων των ΗΠΑ είναι πάνω από 38 τρισεκατομμύρια δολάρια.
4) Εάν συμπεριλάβουμε τα παράγωγα που βασίζονται σε αυτά τα ομόλογα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα ανέρχεται σε περισσότερα από 191.000.000 εκατομμύρια δολάρια.
Προσέξτε ο υπολογισμός αυτός αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Συνολικά, η φούσκα των ομολόγων είναι μεγαλύτερη από 100 τρις $. Και αυτά τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια έχουν χρησιμοποιηθεί ως εγγύηση για τα παράγωγα που κυκλοφορούν στην αγορά και τα οποία είναι είναι πάνω από 555 τρις $ .
Και πάλι, το χρέος γίνεται χρήμα. Και στην κορυφή της πυραμίδας του χρέους βρίσκονται τα κρατικά ομόλογα: τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα, τα γερμανικά ομόλογα, τα κρατικά ομόλογα της Ιαπωνίας, κλπ
Αυτοί είναι οι ανώτερα σε αξία περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια για τα διατραπεζικά δάνεια και τα παράγωγα των συναλλαγών. Αυτά αποτελούν την αφρόκρεμα του ισχύοντος οικονομικού μας συστήματος.
Έτσι, αυτή τη φορά, όταν έρθει η στιγμή που θα σκάσει η φούσκα αυτή δεν θα επηρεάσει μόνο ένα συγκεκριμένο τομέα ή μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων ή μια χώρα ... αλλά θα επηρεάσει ολόκληρο το σύστημα.
Η επερχόμενη κρίση δεν θα είναι άλλο ένα 2008. Θα είναι κάτι πολύ πολύ χειρότερο. Η κρίση του 2008 προκλήθηκε από την κατάρρευση της αγοράς των CDS (Credit Default Swap).
Εκείνη την εποχή, το σύνολο της αγοράς των CDS ήταν περίπου $ 50 – 60 τρις $ σε μέγεθος. Το επιτόκιο της αγοράς των παραγώγων, είναι δέκα φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος, δηλαδή περισσότερο από 555 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Με άλλα λόγια, τα € 12 τρισεκατομμύρια που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος των χωρών της ΕΕ, είναι ο θεματοφύλακας και η εγγύηση για πάνω από € 100 τρισεκατομμύρια σε συναλλαγές παραγώγων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Έτσι, οποιαδήποτε αναδιάρθρωση του χρέους στην ΕΕ θα τινάξει στον αέρα, σχεδόν αμέσως τις μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης, γιατί μιλάμε για δεκάδες τρισεκατομμύρια ευρώ αξίας των συναλλαγών που θα απαιτήσουν νέες καλύψεις περιθωρίων και νέες ρυθμίσεις ασφάλειας.
“Οι τρέχουσες εκτιμήσεις που αναφέρονται στη χρήση μόχλευσης των χρηματιστηριακών παραγώγων, τα οποία δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις και τα οποία αποτελούν τη βάση των οικονομιών του δυτικού κόσμου, αναγάγουν την ονομαστική τους αξία σε εύρος που κυμαίνεται από $ 600 έως $ 700,000,000,000,000, επισκιάζοντας κατά πολύ την αξία ρευστοποίησης τους από τις τράπεζες που υποστηρίζουν γενικά τα παράγωγα αυτά.
Η ακριβής έκταση των τραπεζικών αυτών υποχρεώσεων είναι άγνωστη, λόγω της έλλειψης διαφάνειας, αλλά προκειμένου να παρέχει κάποια προοπτική στο πεδίο εφαρμογής της μόχλευσης που χρησιμοποιείται, η παγκόσμια οικονομία αποτιμάται γενικά σε 72 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Εάν αυτά τα παράγωγα φθάσουν σε σημείο να εκραγούν, όπως έκαναν το 2008, τότε θα ήταν σε θέση κυριολεκτικά να εξαφανίσουν την παγκόσμια οικονομία αρκετές φορές.”
(από την φετινή ομιλία του Paul Singer στο Davos, που προειδοποίησε τους υπουργούς οικονομικών των G7)
Όλη η κρίση αποσβέστηκε και εξακολουθεί να αποσβένεται με τη “κρίση του χρέους”. Όσο για την Ευρώπη η κρίση έπρεπε να υπάρχει και για έναν άλλο επιπλέον λόγο, να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο προκειμένου να δημιουργηθούν ίδιες συνθήκες (θεσμικές, τραπεζικές, διοικητικές κλπ), ώστε να αποτελέσουν γέφυρα για τη διατλαντική συμφωνία.
Η “ανθρωπιστική κρίση' η “λιτότητα” κλπ για τα οποία όλοι πλέον μιλάνε, δεν είναι αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης της κρίσης από πλευράς ΕΚΤ και των άλλων μηχανισμών της ΕΕ, αλλά ο στόχος στον οποίο απέβλεπε και αποβλέπει η διεθνής ολιγαρχία για την επίτευξη του οποίου χρησιμοποίησε το εργαλείο της “κρίσης του χρέους” προς ίδιον και διπλό όφελος :
την αποπληρωμή των χρηματοπιστωτικών “σκουπιδιών” της και την εφαρμογή μιας νέας εφιαλτικής πραγματικότητας που έπρεπε να εφαρμοστεί στην ΕΕ, η οποία μέχρι τότε ακόμη, διέφερε από άποψη βιοτικού επιπέδου από τις άλλες περιοχές του πλανήτη.
Όσο για τη λύση που βρήκε η FED και την οποία πρόκειται να μιμηθεί η ΕΚΤ, προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της επαπειλούμενης κατάρρευσης του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους πίνακες με τους οποίους έχω γεμίσει τις σελίδες που έχω γράψει όλο αυτό το διάστημα.
Αλλά και για μια άλλη φορά να που πήγαν τα λεφτά:

Δεν πιστεύω να υπάρχει κάποιος που να μην νοιώθει ναυτία από τα αστρονομικά αυτά νούμερα. Το πρόβλημα όμως είναι ότι παρά τη ναυτία δεν είναι σε θέση να συλλάβει ούτε το μέγεθος του προβλήματος, ούτε και τις συνέπειες του, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί το δέος, ο τρόμος αντί για τηδιάθεση και τη δύναμη για την αντιμετώπιση των επικείμενων “ακραίων φαινομένων”.
Τώρα λοιπόν πιστεύω ότι γίνεται αντιληπτό γιατί το ζήτημα του χρέους αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της διαπραγμάτευσης, αλλά και της σύγκρουσης με το ιερατείο των Βρυξελλών.
Με την ίδια λογική μπορούν να δοθούν και ερμηνείες, σχετικά με το γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην διαπραγματευτεί το χρέος, αλλά να το παραπέμψει σε συζήτηση, μετά από τον Ιούνιο, μετά από μια ενδιάμεση “συμφωνία γέφυρα”, αποκόβοντας το από το πακέτο της διαπραγμάτευσης.
Ανεξάρτητα από το κατά πόσο πιστεύει κανείς ή όχι στην αναγκαιότητα παραμονής στην ΕΕ ή καλλίτερα στη συνέχιση της παραμονής μέσα στην ασφυκτική μέγγενη των θεσμών της, με αποκορύφωμα το “σύμφωνο της οικονομικής σταθερότητας”, που ελάχιστοι το αναφέρουν και το καταγγέλλουν, λίγοι το λάτρεψαν και όλοι το υπηρετούν Ανεξάρτητα από το κατά πόσον νοιώθει κανείς υποχρεωμένος να υποκύψει στις απειλές των εγχώριων και των ξένων υπαλλήλων (ωφελούμενων ή αφελώς και ηλιθίως υποστηριζόντων) των συμφερόντων της διεθνούς ολιγαρχίας, οι οποίοι διαμηνύουν να μην “διανοηθεί κανείς να βγάλει τη χώρα από τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό” και οι οποίοι εμφανίζονται σήμερα μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, έτοιμοι και πρόθυμοι να στελεχώσουν μια “εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης”, ερμηνεύοντας κατά το τηλεοπτικώς δοκούν την ετυμηγορία και τη εντολή του ελληνικού λαού Ανεξάρτητα από το αν κανείς πιστεύει ότι είναι απλά θέμα κατανόησης του ελληνικού προβλήματος και συγκεκριμένα της “ανθρωπιστικής κρίσης” στην οποία περιήλθε η χώρα – όπως συνηθίζει να αποκαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ τη κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας και το ξεπούλημα της χώρας με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας στην ιστορία της – από πλευρά των εταίρων μας και όχι θέμα συνειδητής εκμετάλλευσης από πλευράς τους, του ελκυστικού προϊόντος που αντιπροσωπεύει το χρέος με το σύνολο του δανειστικού μηχανισμού και χρησιμοποιεί τη κρίση ως εργαλείο αυτού του μηχανισμού.
Ανεξάρτητα αν πιστεύει ότι η Ευρώπη αλλάζει, έστω και χωρίς να αναρωτιέται εθελοτυφλώντας προς ποια ακριβώς κατεύθυνση, δηλαδή εκείνη που δείχνει τη διάθεση να υπηρετήσει την ειρήνη και την ευημερία των λαών της ή εκείνη που με συγκολλητική ενωτική προσχηματική πολιτική την “πάλη ενάντια τρομοκρατία”, κλιμακώνοντας με τον πιο παιδαριώδη και προκλητικό τρόπο τις προβοκάτσιες στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που αναρωτιόνται ποια από αυτές θα παίξει το ρόλο του επόμενου θεάτρου, προετοιμάζει τον πόλεμο σα διέξοδο από την εγκατεστημένη πλέον λιτότητα στο σύνολο των χωρών της Ανεξάρτητα από το κατά πόσον αντιλαμβάνεται ή όχι την αναγκαιότητα και την υποχρέωση του να έχει σχεδιάσει όλα αυτά τα χρόνια είτε μέσα από τα δικά του επιτελεία, είτε μέσα από έναν δημόσιο ανοικτό διάλογο, ένα βιώσιμο, ρεαλιστικό και λεπτομερές σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης της πτωχευμένης χώρας με όσες παραγωγικές δυνάμεις της έχουν ακόμη απομείνει, προς τη κατεύθυνση μιας αυτόνομης ανάπτυξης αξιοποιώντας κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τους δικούς της φυσικούς πόρους ή με τις λιγότερες δυνατές εξαρτήσεις και με κάποιες εναλλακτικές λύσεις
Ανεξάρτητα από το αν πιστεύει κανείς στην αναγκαιότητα συμμετοχής του λαού στη πολιτική ζωή και στις κρίσιμες αποφάσεις, και στην οργανωμένη έκφραση της άποψης του, παρά τις δυσκολίες που έχει δημιουργήσει η μακροχρόνια αδράνεια του και το αίσθημα της προκλητικής εξαπάτησής του ή ότι μπορεί να αντικαταστήσει τις κινητοποιήσεις με ένα αίσθημα επανάπαυσης και ανάθεσης υπερτονίζοντας το αίσθημα της χαμένης του αξιοπρέπειας, χωρίς να του δίνει χώρο και αφορμή να την ανακτήσει ο ίδιος στη πράξη ή αν θεωρεί ότι αρκούν οι συγκεντρώσεις χωρίς συγκεκριμένο προβληματισμό και κατεύθυνση παρά μόνο με αοριστολογίες, μακρυά από το πραγματικό περιεχόμενο, στόχο και πλαίσιο των διαπραγματεύσεων, για να χαρακτηριστούν ως υποστηρικτικές μιας πολιτικής που δεν δημοσιοποιείται στα ουσιαστικά και καίρια σημεία της, ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν όφειλε από τη στιγμή που αποφάσισε και επέλεξε να πάει στη διαπραγμάτευση με στόχο την παραμονή στην ευρωζώνη και την άσκηση ελιγμών στα αυστηρά ευρωπαϊκά πλαίσια να είναι προετοιμασμένος για τις όποιες τεχνοκρατικές λύσεις, θα διαφοροποιούσαν τη πολιτική του από εκείνη των προκατόχων του. Δυστυχώς για όσους γνώριζαν και ήθελαν να δουν αντικειμενικά την κατάσταση χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς τις παρορμήσεις που προκαλεί η ευφορία από μια προσωρινή επιμέρους επιτυχία, ήταν φανερό ότι το εγχείρημα δεν θα είχε αίσιο τέλος.
Ωστόσο παρέμεινε μια ελπίδα για μια αξιοπρεπή αποτυχία. Φαίνεται όμως ότι ούτε αυτό στάθηκε δυνατό.
Η προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας αναζητείται μονομερώς στην αδιαμφισβήτητα προκλητική και πρόστυχη συμπεριφορά, αυτών που οι εγχώριοι υποτελείς εξακολουθούν να τους αποκαλούν και να τους θεωρούν εταίρους. Θα έπρεπε όμως να αναζητηθεί και στη συμπεριφορά και την τακτική της ελληνικής αντιπροσωπείας στο πλαίσιο της σοβαρότητας των προτάσεων υποστήριξης στις καθαρά ανθρώπινες, δίκαιες και κοινά παραδεκτές ελληνικές θέσεις της άρνησης της συνέχισης της πολιτικής της λιτότητας, που στο βαθμό που δεν συνοδεύονταν από την απαραίτητη τεκμηρίωση, κινδύνευαν να αποδυναμώσουν τις ίδιες θέσεις. Όπερ και εγένετο.
Παρά τις όποιες σημαντικότατες κατά τη γνώμη μου αδυναμίες που κουβαλούσε η ελληνική αντιπροσωπεία, τόσο από την άποψη του στρατηγικού σχεδιασμού, των στόχων όσο και από την άποψη της τακτικής, ακόμη και της σύνθεσης, η έλλειψη προετοιμασίας σε οργανοτεχνικό και οικονομοτεχνικό επίπεδο, ενίσχυε ακόμη περισσότερο τις εγγενείς αδυναμίες, με αποτέλεσμα να μην είναι κατάλληλη και επαρκής ούτε για το επίπεδο που είχε επιλεγεί να δοθεί η “σύγκρουση”.
Ό ίδιος ο επικεφαλής όπως συνηθίζει άλλωστε, εδώ και χρόνια μέσα από την αρθρογραφία του, μεταφέρει το επίπεδο συζήτησης με μεγάλη ευκολία ανάλογα με ότι εκτιμά πιο συμφέρον από το πολιτικό στο οικονομοτεχνικό και αντίστροφα. Αυτά όλα μπορεί να εντυπωσιάζουν τους αδαείς ή τους φυγόπονους που αρνούνται να κατανοήσουν τα απλά κατά τα άλλα ζητήματα της οικονομίας, δεν είναι όμως αρκετά να πείσουν ένα εχθρικό έως λυσσαλέο και πολύ καλά τεχνοκρατικά καταρτισμένο ακροατήριο που περιμένει πως και πως να παίξει σε έναν αγώνα εντός έδρας, με δικούς του όρους και διαιτητές και δικούς του οπαδούς και φιλάθλους από τα ΜΜΕ, για να συντρίψει τον “αδύναμο” φιλοξενούμενο. Όταν τη μια στιγμή αρνείσαι ότι είσαι πολιτικός και παραθέτεις στα πολιτικά προβλήματα, εκδοχές λύσεων για οικονομοτεχνικές ασκήσεις, επί χάρτου αναμφίβολα παρόμοιες με εκείνες που σχεδιάζουν τα επιτελεία των οικονομολόγων για τη τύχη και το μέλλον της ανθρωπότητας μακρυά από τη πραγματικότητα και τις ανάγκες της, δεν μπορείς όταν βρίσκεσαι πλέον στο περιβάλλον με τους ομοίους σου, να προσποιείσαι ότι επιζητείς πολιτικές λύσεις Η κυβέρνηση έχασε επίσης και το επικοινωνιακό παιγνίδι παρά την εντύπωση που έντεχνα καλλιεργήθηκε όλο αυτό το διάστημα, που ερμήνευε τη στάση των ντόπιων αλλά περισσότερο των διεθνών μέσων ενημέρωσης, ως υποστηρικτική των ελληνικών θέσεων. Εάν ανέλυε κανείς προσεκτικά τη στάση των ΜΜΕ, θα διαπίστωνε ότι στην ουσία εξαντλούνταν στη προβολή των προσώπων του Βαρουφάκη και του Τσίπρα, θυμίζοντας ειδικά για τον πρώτο τους κλασσικούς μηχανισμούς της δημιουργίας των rock stars. Όσο για τον δεύτερο τα κολακευτικά σχόλια του τύπου ήταν σαφώς λιγότερα από το πλήθος των καλλιτεχνικών φωτογραφιών. Παλιά μου τέχνη κόσκινο.


Όλο αυτό το χρονικό διάστημα για το ελληνικό λαό – επειδή αυτός μας ενδιαφέρει κυρίως – η “διαπραγμάτευση” διεξάγονταν με όρους δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, επαναλαμβάνοντας τη πάγια τακτική του σχεδιασμού της πολιτικής και της ερμηνείας των κινήσεων από τα πάνελ των “ειδικών” σχολιαστών, αναλυτών, παρουσιαστών και πολιτικών του τηλεμιντιακού συστήματος.
Όλοι, λες και επρόκειτο για μυστικές συμφωνίες βρίσκονταν μακρά νυχτωμένοι από το περιεχόμενο, αν όχι από το στόχο και το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης.
Φάνηκε επίσης ότι όταν παίζεις με τους όρους του καλοστημένου συστήματος και ιδιαίτερα όταν είσαι άπειρος και λειψά προετοιμασμένος, δεν προλαβαίνεις να αποφύγεις και τις τρικλοποδιές που μπαίνουν ακόμη και σε επίπεδο αποτύπωσης των συμφωνηθέντων, όπως φαίνεται από τη κυκλοφορία των διαφόρων διαδοχικά παρουσιαζόμενων εγγράφων. Αυτό είναι διπλά κακό, γιατί όχι μόνον χάνεις από τους αντιπάλους, αλλά χάνεις επειδή αποκαλύπτεσαι και στο δικό σου κόσμο, ότι και εσύ ακόμη είσαι επιρρεπής σε “μυστικές” παράπλευρες συμφωνίες.
Όπως και να έχει σήμερα πλέον η κατάληξη των συζητήσεων είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι με το σύνολο του τρόπου (δηλώσεις, αποφάσεις, ανακοινωθέντα κλπ) που χειρίστηκαν οι αντίπαλοι –διότι πρόκειται σαφώς περί αντιπάλων – το ελληνικό ζήτημα, προκάλεσαν σοβαρότατη προσβολή στο κύρος και στην εθνική αξιοπρέπεια της Ελλάδας, που μόλις πρόσφατα τονώθηκε.
Αυτό όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο ή σαν επιχείρημα από τη κυβέρνηση για να καλύψει τις αδυναμίες της ή ενδεχόμενα τη μεταβολή της στάσης της ή τη μεθόδευση κινήσεων που θα κινδυνεύουν να δημιουργήσουν μεγαλύτερο ακόμη πρόβλημα, αναζητώντας συμμαχίες είτε σε ευρωπαϊκό ή σε εγχώριο επίπεδο με τους όρους που συνηθίζουν τα αστικά κόμματα. Ή πάλι να επιχειρήσει άκαιρα και βεβιασμένα και χωρίς τη παρουσίαση τεκμηριωμένης εναλλακτικής λύσης να καταφύγει παρά τη πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, εκ νέου στη κρίση του ελληνικού λαού, βάζοντας σε “δοκιμασία” στη κυριολεξία τη κρίση του.
Αυτό που πρέπει να αντιληφθεί είναι ότι από τις αποτυχίες αυτές ή από τις λανθασμένες κινήσεις δεν πλήττεται το γόητρο και δεν προσβάλλεται το κύρος της κυβέρνησης, ούτε ότι δοκιμάζεται η ελληνική κυβέρνηση. Αυτό που διακυβεύεται είναι το κύρος και η τιμή της Ελλάδας και αυτές που δοκιμάζονται είναι οι εξαντλημένες αντοχές του ελληνικού λαού, ακόμη και η ίδια η πίστη του στο ότι υπάρχει ακόμη ελπίδα, για να αλλάξει ίσως κάτι.
Κινδυνεύουν επίσης η ελπίδα και τα όνειρα που έχουν κάνει και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί που διαδηλώνοντας σε 55 χώρες, υπέρ της Ελλάδας, εξέφρασαν την αποφασιστικότητά τους να υψώσουν μαζί με τους Έλληνες το ανάστημά τους για ένα καλλίτερο μέλλον από αυτό που τους υπόσχεται η Ευρώπη της λιτότητας και του ΝΑΤΟ. Δεν έχει κανείς το δικαίωμα να τους απογοητεύσει. Οι δεσμεύσεις δεν μπορούν να παραμένουν στα λόγια και δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία ως προς το χρόνο που τρέχει χωρίς οίκτο για τους καταπιεσμένους. Δεν είναι (ούτε) νωρίς (ούτε) ακόμα. Είναι ήδη αργά.
Για να αντιληφθείτε τι ακριβώς εννοώ σας παραθέτω δύο παραγράφους από το πιο πρόσφατο ντοκουμέντο που εξέδωσε σχετικά με την Ελλάδα και τη νέα κυβέρνησή της, η ομάδα των “ανήσυχων οικονομολόγων”, μια πολύ γνωστή ομάδα προοδευτικών οικονομολόγων με μεγάλη επιρροή στη Γαλλία:
Το ελληνικό χρέος είναι ούτως ή άλλως μη αποπληρώσιμο: καμία χώρα δεν μπορεί για 20 χρόνια να διαθέτει περισσότερο περισσότερο από 6% του ΑΕΠ της για να εξοφλήσει ένα χρέος μη βιώσιμο.
Είναι απαραίτητο να χορηγηθεί ένα μορατόριουμ για τον ελληνικό λαό, να ακυρώσει μέρος του χρέους και να καταστήσει βιώσιμο το υπόλοιπο, μετατρέποντας το σε πολύ μακροπρόθεσμο χρέος, το οποίο ενδεχομένως να περιορίζεται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ή στην ΕΚΤ, έτσι ώστε να προστατεύεται από την κερδοσκοπία. Και συνεχίζει:
Η ελληνική εμπειρία καταδεικνύει επίσης μια δεύτερη πρόκληση, εκείνη της μη βιώσιμης δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλουν οι Συνθήκες, ιδίως με το στόχο ότι το δεν μπορεί υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ο χρυσός κανόνας του προϋπολογισμού ή το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό σύμφωνο αποτελεί ασφυκτική δέσμευση των οικονομικών πολιτικών σε μια θανάσιμη δημοσιονομική πειθαρχία σε περιόδους κρίσης.
Τι άλλο περισσότερο από μια τόσο σαφή δήλωση, από ένα τόσο σοβαρό οικονομικό φόρουμ, μέσα στη καρδιά της ίδιας της Ευρώπης, με θέσεις πιο προχωρημένες από εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ.
Έχω τη γνώμη ότι με το τρόπο που επέλεξε να κινηθεί η κυβέρνηση, με δεδομένες βέβαια τις εγγενείς δυσκολίες τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στο εγχώριο συσχετισμό δυνάμεων και με σαφέστατο το εχθρικό ευρωπαϊκό κλίμα και τη κρίσιμη έως επικίνδυνη διεθνή πολιτική συγκυρία, απεμπόλησε πολλά σημαντικά ατού τα οποία είχε στα χέρια της ως “δυνητικά” (ασφαλώς) εργαλεία.
Πρώτα και κύρια δεν φρόντισε να ξεκαθαρίσει στο λαό τι επιδιώκει και πως, από μια διαπραγμάτευση με την ΕΕ. Κι αυτό δεν αποτελούσε μυστικό που κινδύνευε να αποκαλυφθεί. Κι αν ακόμη ήταν τέτοιο η δύναμή του βρίσκονταν αποκλειστικά στη κινητοποίηση και όχι στη συνάθροιση ή τη μάζωξη μιας μερίδας κόσμου στο Σύνταγμα για μερικές ημέρες. Το κατά πόσον ο λαός ήταν ώριμος ή διατεθειμένος για κάτι τέτοιο έμενε να αποκαλυφθεί με ένα σαφές κάλεσμα και με μια δυναμική και όχι χαλαρή προαιρετική κινητοποίηση.
Έπρεπε να έχει προετοιμάσει ένα κατάλληλο υποστηρικτικό κλίμα καλώντας κοινωνικούς φορείς, δυνάμεις και πρόσωπα, που θα έκανε κοινωνούς των απόψεών της και όχι των γενικόλογων προεκλογικών διακηρύξεων ή ακόμη και των προγραμματικών δηλώσεων που δεν αναφέρονταν καν στο θέμα της διαπραγμάτευσης και του χρέους. Αυτό που χρειάζεται σήμερα η χώρα δεν είναι κάποιοι ειδικοί φωστήρες, που ο κοσμοπολίτικος τρόπος ζωής τους δεν τους άφησε να νιώσουν τη κρίση παρά μόνο ως ευαίσθητοι θεατές του δράματος κάποιου μεταφραστή ή της καθαρίστριας Ανθούλας και που αντιλαμβάνονται τη διαπραγμάτευση σαν προσωπική πρόκληση, που σε περίπτωση που δεν πετύχει, τότε ας τιναχτούν όλα στον αέρα, αφήνοντας με τη κατάλληλη φρασεολογία τα περιθώρια για διάφορες ερμηνείες από τους καλόπιστους ακροατές, προκαλώντας τους πατριωτικά συναισθήματα.
Ο τόπος χρειάζεται έναν ανοικτό διάλογο με ευρεία συμμετοχή που έπρεπε να είχε ξεκινήσει εδώ και τέσσερα τουλάχιστον χρόνια, με αντικείμενο ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας, με σκοπό τη εφαρμογή ενός άλλου βιώσιμου και σταθερού παραγωγικού μοντέλου, που να βασίζεται πάνω στη πραγματική οικονομία και όχι στην ευκαιριακή ανάπτυξη που προκαλούν τα χρηματοδοτούμενα μεγάλα έργα για να πλουτίζουν οι έλληνες μεταπράτες - ολιγάρχες και να κυνηγούν τα ψίχουλα οι μικροεργολάβοι, ρίχνοντας ο ένας τον άλλον ή οι “ξένες επενδύσεις”, που περιμένουμε να “δημιουργήσουν θέσεις εργασίας” ή ό, τι ήθελε προκύψει από τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ένα πρόγραμμα που θα προέβλεπε την ανάπτυξη σε κάθε τομέα που μπορεί να λειτουργήσει ακόμη, όπως και σε άλλους με τη πρόβλεψη να αναπτυχθούν σταδιακά, που θα εξασφάλιζε το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών και ιδιαίτερα των νέων στην εργασία και όχι το δικαίωμα στα επιδόματα ανεργίας.
Ένα πρόγραμμα που θα έπρεπε να τείνει στην ανεξαρτοποίηση και την αυτάρκεια της χώρας από την εκμετάλλευση των ίδιων της των πόρων, αλλά και την ανάπτυξη μέσα από ένα ευρύ και συμφέρον δίκτυο συμβάσεων με μια σειρά από χώρες εκτός ΕΕ, οι οποίες οικοδομούν από μόνες τους και μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής και εμπορικής αλληλεγγύης έναν δικό τους πρωτόγνωρο για τα μέχρι τώρα δεδομένα δρόμο, μακρυά από δανειστές και ληστρικά funds και οργανισμούς διεθνούς εξάρτησης.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας ανεξάρτητα από το αν θα παρέμενε η χώρα ή όχι στο ευρώ και στην ΕΕ. Απλά και μόνο η ευρεία και ανοικτή συζήτηση πάνω σε πραγματική και όχι σε θεωρητική ή ιδεολογική βάση, θα μπορούσε να δράσει καταλυτικά για μια συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων ανεξάρτητα από το αν συμφωνούν ή όχι στις τελικές και απώτερες επιδιώξεις τους.
Μόνον έτσι θα μπορούσε να αναγεννηθεί η ελπίδα σε ευρύτερα στρώματα για μια εναλλακτική, αλλά πάντα βιώσιμη και εφικτή πορεία, σαν προοπτική μετά από μια σύγκρουση, όταν θα γίνονταν πλέον σαφές ότι τα συμφέροντα της χώρας δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν μέσα στο άντρο των εκμεταλλευτών, υπό τις διαταγές του ιερατείου.
Το ατού της εναλλακτικής λύσης δεν μπορεί να παραμένει σε επίπεδο ευχολόγιου και καλών προθέσεων, όσο και ειλικρινείς να είναι αυτές, αν δεν αποτελεί ρεαλιστική, πρακτική και κατανοητή πρόταση τουλάχιστον σε επίπεδο αναλυτικού και ολοκληρωμένου σχεδιασμού.
Μένοντας κλεισμένοι στο καβούκι του κοινοβουλευτισμού και της διαχείρισης του καταρρέοντος αστικού κράτους με όρους και κανόνες του κατεστημένου συστήματος, στο όνομα του να μην προκαλέσουμε ή στο όνομα του ότι δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος για τη σύγκρουση που είναι ήδη μπροστά μας και προσποιούμεθα ότι μπορούμε να την αποφύγουμε, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία χάνοντας τον έναν μετά τον άλλον τους συμμάχους μας.
Και αυτό αφορά τόσο τους συμμάχους σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Η απαίτηση για τη κατάργηση του συμφώνου οικονομικής σταθερότητας και η γενίκευση του προβλήματος του χρέους με την απαίτηση της διαγραφής του σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όσο κι αν ακούγονται ουτοπικά ή ανεφάρμοστα συνθήματα σήμερα, αύριο θα αποτελούν μετά από πολλές περιπέτειες και δυστυχίες, - εύχομαι όχι εθνικές καταστροφές – αυτονόητες απαιτήσεις, κάτω όμως από πολύ χειρότερες συνθήκες.
Είναι λοιπόν φανερό ότι από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ πριν από τις εκλογές και κατ' επέκταση η σημερινή κυβέρνηση δεν θεώρησε ότι όλα αυτά είναι υποχρέωσή της και ότι δεν ανήκουν δικαιωματικά στο οπλοστάσιο της, πολύ δε περισσότερο πίστεψε ότι δεν της εξασφαλίζουν κανένα αποτελεσματικό διαπραγματευτικό ατού, αλλά αντίθετα ίσως να της δυσκολεύουν την ομαλή της προσαρμογή στο πλαίσιο μιας μετριοπαθούς συνεννόησης με την ΕΕ, δεν έχει νόημα να συζητάει κανείς τα πλεονεκτήματα της χρήσης του επιχειρήματος της εξόδου από το ευρώ και της διαγραφής του χρέους, έστω ακόμη και σε επίπεδο διαπραγμάτευσης, τα οποία άλλωστε με τη πάροδο του χρόνου από την αρχή της κρίσης και έπειτα, στρογγυλοποιήθηκαν τόσο πολύ, από τον ίδιο τον αρχηγό και νυν πρωθυπουργό – με ιδιαίτερη θα μπορούσε να πει κανείς μαεστρία – έτσι ώστε όλες οι “υποψίες” των γωνιών που τυχόν υπήρχαν, εξαφανίστηκαν μέσα στον κύκλο της εξουσίας.

Είναι γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα και μάλιστα κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων είχε αναπτυχθεί μια φιλολογία που δημιουργούσε την αντίληψη ότι μια έξοδος της Ελλάδας, δεν θα δημιουργούσε κάποια σοβαρή αναταραχή τουλάχιστον όσο το διάστημα της κρίσης που προηγήθηκε του 2012, αλλά και στις εκλογές του 2012, επειδή η ΕΕ είχε αναπτύξει τους μηχανισμούς της με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να αποσοβήσει 'η τουλάχιστον να μειώσει τις συνέπειες από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Ο σκοπός ήταν να δοθεί η εντύπωση ότι ένα “Grexit” θα λειτουργούσε μονόπλευρα αρνητικά για την Ελλάδα.
Όσο και να υπάρχουν σοβαρά δεδομένα που να ενισχύουν αυτή την άποψη, ιδιαίτερα η συμπεριφορά των αγορών που είναι αλήθεια ότι δεν έδειχνε την ίδια ανησυχία με εκείνη των προηγούμενων ετών, με τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να πέφτουν και τα επιτόκια να ανεβαίνουν και με την εγχώριο αγορά να υφίσταται μεγαλύτερες πτώσεις συγκριτικά με τη διεθνή,  αλλά και τα spreads να επηρεάζονται λιγότερο από πριν:


όσο κι αν προκύπτει ότι τα spreads της Ελλάδας έχουν συγκριτικά λιγότερη εξάρτηση από εκείνα των υπόλοιπων χωρών του ευρωπαϊκού νότου:


όσο κι αν έχει αποδειχθεί ότι το “Grexit” αποτελεί εργαλείο κερδοσκοπίας με τους κατάλληλους χειρισμούς εν τούτοις η μελέτη του Larry Hatheway της UBS, που δημοσιεύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου, εφιστούσε τη προσοχή στους χρηματιστηριακούς κύκλους, ότι μια ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας, σαν αποτέλεσμα του αδιεξόδου από τις διαπραγματεύσεις, θα δημιουργούσε τεράστια προβλήματα στην Ευρωζώνη και όχι μόνον.
Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τη λογική της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας να αποδεσμεύσει το ελβετικό φράγκο από το ευρώ πριν από 2 περίπου μήνες, προβλέποντας εκτός των προβλημάτων από μια γενίκευση της σύγκρουσης στην Ουκρανία και σε προβλήματα της ευρωζώνης, όπως μια έξοδο της Ελλάδας.
Το συμπέρασμα είναι ότι μια τέτοια προοπτική εξακολουθεί να παραμένει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, ιδιαίτερα σε μια κρίσιμη φάση οικονομική, πολιτική που διέρχεται η ΕΕ, ιδιαίτερα σε μια φάση όπου οι σχέσεις με τη Ρωσία, απλά έχουν σταθεροποιηθεί προσωρινά, χωρίς να έχουν λυθεί τα τεράστια προβλήματα που προκύπτουν από τα αντίμετρα των κυρώσεων και τις ελλείψεις στον ενεργειακό τομέα που παρουσιάζονται στην ΕΕ. Δυστυχώς το χαρτί αυτό φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν είναι αποφασισμένη να το αξιοποιήσει.
Από την άλλη φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για μια συνειδητή έξοδο από την ευρωζώνη. Την ίδια ώρα και ενώ η προσοχή είναι στραμμένη στις “όποιες” διαπραγματεύσεις, στις εξελίξεις στα περιθώρια και στα παρασκήνια τους, οι επιπτώσεις και οι διακυμάνσεις που εξελίσσονται στις αγορές δημιουργούν έδαφος και περιθώρια για κερδοσκοπία, αρκεί να έχει κανείς τη κατάλληλη πληροφόρηση στον κατάλληλο χρόνο, προφανώς από τα πρόσωπα κλειδιά.
Έτσι λοιπόν είναι εντυπωσιακή η πτώση της αντιστοιχίας ευρώ προς δολάριο:


Αλλά και αυτά που συμβαίνουν στην ελληνική αγορά δεν είναι λιγότερο άξια παρατήρησης.
Παρά τις παραπλανητικές πληροφορίες της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι δεν έχει παρατηρηθεί αύξηση των πωλήσεων νομισμάτων χρυσού κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, τον μήνα Ιανουάριο πουλήθηκαν 5.900 νομίσματα, ενώ όλο το πρώτο τρίμηνο του 2014 είχαν πουληθεί 7.857. Εάν κάνουμε την αναγωγή για το πρώτο τρίμηνο του 2015, τότε συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2014 έχουμε αύξηση 123%. 
ενδεικτικά δε οι τιμές του χρυσού παρουσιάζουν τη παρακάτω διακύμανση:


Είναι λοιπόν προφανές ότι κάποιοι κερδίζουν και ότι κάποιοι άλλοι θα πληρώσουν γι αυτά αύριο.

Κι εμείς οι κακόμοιροι, τι να κάνουμε !

Σχόλια