Πόσο πιο πλήρες θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο που θα καλούνταν να περιγράψει το πολιτικό-πολιτισμικό κλίμα της εποχής… Θαυμάζουμε και ζηλεύουμε τον ‘ κυκλοθυμικό ’ σαν συγγραφέα, που έχει λέξεις και φράσεις μαχαιριές για να μην αφήσουν τίποτε απέξω… Ευχαριστούμε το φίλτατο Στέφανο Πάντο , που μας το κοινοποίησε... Εμείς 'προσφέρουμε' αυθαίρετα την εικονογράφηση... Κι ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ναι ξέρω έχουμε συνηθίσει. Έχουν γίνει memes, ποστ, σκετς σε επιθεωρήσεις, dad jokes, τραγούδια, ταινίες, ατάκες σε σήριαλ, έχει φτιαχτεί ολόκληρο λεξικό όρων στην καθημερινή μας γλώσσα. Ρουσφέτι, βύσμα, εξυπηρέτηση, φακελάκι, γρηγορόσημο, θείος στην Κορώνη, κομματάρχης, κομματόσκυλο, πρασινοφρουρός, γαλάζιο παιδί, κουμπάρος, κομματόσκυλο, Γκρούεζας. Ακόμα κι οι πολιτικοί, ειδικά όσοι είναι οι πατριάρχες των βυσμάτων, μιλάνε για το βαθύ κράτος, πού όλο το ξηλώνουν κι όλο θεριεύει σαν το γιοφύρι της Άρτας ένα πράγμα. Δεν είναι σκάνδαλο. Δεν σκανδαλίζει το λαό, ...
Μάλλον είναι αμφίβολη η αξία των "παγκόσμιων" ημερών… Τουλάχιστον
για κάποιες από αυτές… Ή και για όλες όταν σκεφτεί κανείς την υποκρισία των
δυνατών της γης…
Κάπου από το
διαδίκτυο μάθαμε, πως σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα ποίησης. Ετσι, ήλθε
στον νου το “Μιλώ” του Μανώλη Αναγνωστάκη, μελοποιημένο από τον Μίκη
και τραγουδισμένο από τον Αντώνη Καλογιάννη…
Μιλώ
για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα
τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα
παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ
για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα
σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα
κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ
για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις
φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
τους
μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ
για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα
φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα
προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο
πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’
αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα του
Κι όταν
Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν
Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν
Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι
σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι
αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς
το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι
και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
Σχόλια