Το κείμενο, που μας έστειλε η φίλτατη Λιάνα Βραχλιώτη ασμένως το αναπαράγουμε... Γιατί με το δικό της ταλέντο "αναλαμβάνει" να διατυπώσει την οργή μας με όση ευαισθησία μας απομένει...
Ο Νίκος Ρωμανός και το σκυλί του γείτονα
Όταν τον έφερε στο σπίτι του, ήταν ένα πανέμορφο ζωηρό
κουτάβι, που το μόνο που ήθελε ήταν χάδια και παιχνίδι.
Μα οι βλέψεις του αφεντικού, ήταν να γίνει ένας καλός
φύλακας.
Άρχισε να τον εκπαιδεύει σκληρά. Μια αλυσίδα ούτε ένα μέτρο,
όλη μέρα δεμένος, νηστικός. Τον έλυνε μόνο την ώρα της εκπαίδευσης. Πεινασμένος
όπως ήταν, του έδειχνε το πιάτο με το φαγητό και τον διέτασσε να επιτεθεί σε
ένα ανθρώπινο ομοίωμα φτιαγμένο από κουρέλια. Αν το κουτάβι δεν υπάκουε
αμέσως, ξύλο ανελέητο. Όταν υπάκουε και ξέσκιζε το σκιάχτρο, του δινε να φάει.
Μια μέρα, αγόρασε από έναν πλανόδιο, μερικές δεκάδες κοτόπουλα. Τα μεγάλωνε σε
ένα κοτέτσι. Κι όταν είχε τα κέφια του, μετά την εκπαίδευση και πριν του δώσει
το φαγητό, ξαμόλαγε ένα στον κήπο. Ο σκύλος έπεφτε φρενιασμένος πάνω του, να
απολαύσει το εξαιρετικό έπαθλο, το ζεστό ζωντανό αίμα, που του έβαφε τη
μουσούδα, αλυχτώντας.
Τον έλυνε τα βράδια και κοιμόταν ήσυχος.
Μέχρι τη νύχτα, που ο γιος του γύρισε σπίτι με παρέα.
Ξεχάστηκε και άφησε τον φίλο του να μπει πρώτος στον κήπο. Ο σκύλος όρμησε,
έμπηξε τα δόντια στο εφηβικό κρέας, ένιωσε την απόλαυση του ζεστού
αίματος και φρένιασε κατά το γνωστό του τρόπο.
Όταν βγήκε το αφεντικό, είχε ρίξει κάτω και τον γιο,
επιτέθηκε και σε αυτόν. Είδε και έπαθε να τον κάνει ζάφτι, να τον δέσει ξανά
στην αλυσίδα του.
Φοβήθηκε.
Πρωί – πρωί πριν ο ήλιος χαράξει, όπλισε την καραμπίνα,
σημάδεψε το αλυσοδεμένο ζώο και πάτησε τη σκανδάλη.
Η ιστορία αυτή, μου ήρθε στο μυαλό σήμερα το πρωί.
Κυριακή 30 Νοέμβρη 2014.
Εικοστή ημέρα στεγνής απεργίας πείνας, του
εικοσάχρονου Νίκου Ρωμανού.
Ήταν 16 χρονών όταν ήρθε σε επαφή με τη χειρότερη μορφή της
βίας, με την πιο σκληρή μορφή της εξουσίας.
Τον διέλυσαν, τον έκαναν χίλια φλεγόμενα κομμάτια.
Και μετά, άντε να φυλαχτούν από αυτά.
Τώρα, τρέχουν να σωθούν και τρέμουν από το φόβο τους.
Ναι, φοβούνται τις εκπαιδευτικές άδειες που ο νόμος του
επιτρέπει.
Μήπως κι αυτός δεν γυρίσει, όπως ο Ξηρός.
Εγκλωβισμένοι στο αδιέξοδο που το ίδιο το σύστημα τους
δημιούργησε, προτιμούν να τον αφήσουν να σιγολιώσει στο κελί και το νοσοκομείο.
Ακινητοποιημένο, με ορούς και υποχρεωτική σίτιση, σαν το
σκυλί στην αλυσίδα του.
Γιατί, έτσι και πεθάνει... αλίμονο τους.
Τον θάνατο του, τον φοβούνται ακόμα περισσότερο. Τα
φλεγόμενα κομμάτια, σε ώρες μπορούν να γίνουν πυρκαγιά που θα τους κάψει.
Γι αυτούς και τα αδιέξοδα τους, ουδόλως με νοιάζει.
Με νοιάζει όμως μια ζωή, είκοσι χρονών, στην οποία αρνούνται
τον νόμο που οι ίδιοι θέσπισαν.
Κι αν φοβούνται, ας πρόσεχαν.
Σχόλια