Η αναδόμηση του: ‘εμείς’

Ακόμη και οι υποκριτές κήρυκες του ανθρωπισμού και της κοινωνικότητας, τονίζουν, πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει μόνον από έναν…Πώς δεν ωφελεί να σκεφτόμαστε μόνον τον εαυτό μας αλλά το σύνολο και άλλα τέτοια ωραία για δημόσια προπαγάνδα… Και σήμερα το κάνουν, όποτε συμφέρει και αποδίδει... Την ίδια ώρα, η προώθηση του ατομικισμού γίνεται με χίλιους τρόπους μέσα από ΜΜΕ αλλά κυρίως μέσα από τα καυτά παραδείγματα της ζωής. Ο ‘μέσος καθημερινός πολίτης’ σπρώχτηκε στα γρανάζια της εγωπάθειας με το πρόσχημα της απελευθέρωσης… Γιατί αυτοί και όχι εγώ … Αυτό κυριαρχούσε στην πορεία της δήθεν ‘πολιτικοποίησης’ που νοιάζονταν για την κατασκευή ‘στρατιωτών’ πιστών σε διάφορα σοσιαλφιλελεύθερα προτάγματα, που συνοψίζονται με εκπληκτική ακρίβεια στο παραπάνω. Η πονηρότατη είσοδος, που επιχειρεί να διαμορφώσει κλίμα κοινωνικής αντίθεσης, αντιπαράθεσης, ταξικότητας ακολουθείται από το ‘μαγική’ προτεραιοποίηση του ‘εγώ’ ως συμπυκνώματος της … φυσιολογικής, πολυπόθητης απελευθέρωσης…   ...

Παγκόσμια ημέρα ποίησης

Μάλλον είναι αμφίβολη η αξία των "παγκόσμιων" ημερών… Τουλάχιστον για κάποιες από αυτές… Ή και για όλες όταν σκεφτεί κανείς την υποκρισία των δυνατών της γης…

Κάπου  από το διαδίκτυο μάθαμε, πως σήμερα είναι παγκόσμια ημέρα ποίησης. Ετσι, ήλθε στον νου το “Μιλώ” του Μανώλη Αναγνωστάκη, μελοποιημένο από τον Μίκη και τραγουδισμένο από τον Αντώνη Καλογιάννη


Το μοιραζόμαστε με όσους μας επισκεφτούν… Παραθέτουμε και τους στίχους του ποιήματος…

  


Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών

Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα

Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες

Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή

Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα

Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους

Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα

Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους

τους μαστροπούς ποιητές που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια

Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα

Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες

Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες

Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματα του

Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν

Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν

Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια

Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν

Κι αυτοί γαλήνιοι το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει

Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

 

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

 


Σχόλια