Η αναδόμηση του: ‘εμείς’

Ακόμη και οι υποκριτές κήρυκες του ανθρωπισμού και της κοινωνικότητας, τονίζουν, πως τίποτε δεν μπορεί να γίνει μόνον από έναν…Πώς δεν ωφελεί να σκεφτόμαστε μόνον τον εαυτό μας αλλά το σύνολο και άλλα τέτοια ωραία για δημόσια προπαγάνδα… Και σήμερα το κάνουν, όποτε συμφέρει και αποδίδει... Την ίδια ώρα, η προώθηση του ατομικισμού γίνεται με χίλιους τρόπους μέσα από ΜΜΕ αλλά κυρίως μέσα από τα καυτά παραδείγματα της ζωής. Ο ‘μέσος καθημερινός πολίτης’ σπρώχτηκε στα γρανάζια της εγωπάθειας με το πρόσχημα της απελευθέρωσης… Γιατί αυτοί και όχι εγώ … Αυτό κυριαρχούσε στην πορεία της δήθεν ‘πολιτικοποίησης’ που νοιάζονταν για την κατασκευή ‘στρατιωτών’ πιστών σε διάφορα σοσιαλφιλελεύθερα προτάγματα, που συνοψίζονται με εκπληκτική ακρίβεια στο παραπάνω. Η πονηρότατη είσοδος, που επιχειρεί να διαμορφώσει κλίμα κοινωνικής αντίθεσης, αντιπαράθεσης, ταξικότητας ακολουθείται από το ‘μαγική’ προτεραιοποίηση του ‘εγώ’ ως συμπυκνώματος της … φυσιολογικής, πολυπόθητης απελευθέρωσης…   ...

Όταν ο Βάρναλης συνάντησε την Παναγία

Πάνω από δογματικές συμβατικότητες ο μεγάλος μας ποιητής συμμερίζεται τον πόνο της μάνας στο έξοχο έργο του: η Μάνα του Χριστού… Σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη και με την μοναδική φωνή της αλησμόνητης Μαρίας Δημητριάδη το ποίημα του Κώστα Βάρναλη είναι κατάθεση στο πνεύμα της ημέρας…




Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

 

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,

των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν

κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,

νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

 

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει

(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

 

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...

νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

 

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,

με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,

(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι

ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

 

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει

τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,

η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,

ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

 

Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι

και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια

καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,

τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

 

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...

Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,

λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

 

Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,

Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

 

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

 

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

 

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...

Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη

κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,

το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

 

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!

Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

 




[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]




Σχόλια