Ομολογουμένως τα πράγματα είναι δύσκολα για την κυβέρνηση… Καμία από τις εκκρεμείς υποθέσεις (Τέμπη, Predator , Novartis κ.λ.π.) δεν είναι τόσο προφανέστατα συνδεδεμένη με το πυρηνικό προσωπικό της ΝΔ και της κυβέρνησης… Οι αποκαλύψεις των διαλόγων με ρυθμούς χιονοστιβάδας εμπλουτίζουν το καθημερινό δυναμικό της φαιδρότητας, της αναξιοπιστίας, του ευτελισμού της πολιτικής ζωής με τρόπο ‘κάθετο’ (όπως συνήθιζαν να λένε οι ΠΑΣΟΚοι). Το ευτύχημα για την κυβέρνηση είναι, πως στην καθημερινότητά μας έχει πλέον εγκαθιδρυθεί μία σημαντική εξασθένιση των αντανακλαστικών πολιτικής ηθικής, ενώ θεαματική είναι η άνοδος της ανοχής μας στις κομπίνες, την διαπλοκή, τις αυθαιρεσίες, την διαφθορά… Για να είμαστε όμως δίκαιοι πρέπει να αναγνωρίσουμε στην ΝΔ τα ελαφρυντικά της … ‘ ατυχίας ’… Στην υπόθεση Τέμπη π . χ . οι βαρύτατες πολιτικές ευθύνες κορυφαίων πολιτικών προσώπων , υψηλόβαθμων υπηρεσιακών παραγόντων και πολλών ακόμη παρατρεχάμενων της εξουσίας δεν υστερ...
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.
Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!
[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]
______________
απόσπασμα από τη μαρτυρία του Βάρναλη για το ποίημα , όπως δημοσιεύτηκε στα " Φιλολογικά Απομνημονεύματα" του, ως απάντηση στις κατηγορίες της εφημερίδας 'Εστία" της 10-11-1924.:
"Εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω
(το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνανε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ' αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μονάχα έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα-Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων."
Το έργο τραγουδισμένο από την Μαρία Δημητριάδη σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη
Σχόλια