Δύσκολο να αποχαιρετήσεις τον Ευτύχη Μπιτσάκη…

… που μας άφησε, έχοντας διατρέξει 98 χρόνια του βίου του… Σκέφτεσαι ποιες φράσεις, ποιες λέξεις θα ήταν οι πιο κατάλληλες για να αποδώσουν την πρέπουσα τιμή στον αποχωρήσαντα… Είναι πράγματι δύσκολο να τις βρεις όταν θέλεις να μιλήσεις για το ήθος, το έργο, τη στάση ζωής, την απλότητα μέσα στην συγκλονιστική συνθετότητα του Ευτύχη Μπιτσάκη Το σύντομο αυτό αποχαιρετιστήριο δεν έχει σκοπό να αναφερθεί λεπτομερειακά στους σταθμούς της ζωής και της δράσης του. Πολλοί άλλοι θα το κάνουν με επιμέλεια και πληρότητα… Θυμόμαστε τις φορές που μάθαμε από τον χαρισματικό του λόγο να διευρύνουμε και να διευθετούμε τις γνώσεις μας σε δύο γνωστικά αντικείμενα φαινομενικά απέχοντα και ουσιαστικά άρρηκτα και αλληλοϋποστηρικτικά διαπλεκόμενα: την φυσική και την μαρξική φιλοσοφία. Τον θυμόμαστε ακόμα όταν σε κάποιες κρίσιμες ώρες και γενικότερους προβληματισμούς μας μίλησε με γνήσιο ενδιαφέρον με αυθεντικότητα και με αγάπη… Όπως συνήθιζε πάντοτε να κάνει με όσους είχαν την επιθυμία να συνδιαλλ...

Κώστα Βάρναλη: Η Μάνα του Χριστού


Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]

 ______________

απόσπασμα από τη μαρτυρία του Βάρναλη για το ποίημα , όπως δημοσιεύτηκε στα " Φιλολογικά Απομνημονεύματα" του, ως απάντηση στις κατηγορίες της εφημερίδας 'Εστία" της 10-11-1924.:


"Εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω
(το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνανε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ' αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μονάχα έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα-Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων."

Το έργο τραγουδισμένο από την Μαρία Δημητριάδη σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη


Σχόλια