Ξανά για το σιδηροδρομικό δίκτυο Πελοποννήσου

Την 1 η Οκτωβρίου 2025 ασχοληθήκαμε με την πρόταση-απόφαση για την μετατροπή του σιδηροδρομικού δικτύου Πελοποννήσου σε ποδηλατό-τρενο… ( Σιδηρόδρομος ή ποδήλατο; Ποδήλατο…Ποδήλατο… ).  Εχουμε πολλές φορές διατυπώσει ενυπόγραφα την οργή μας για την χείριστη κατάσταση των Ελληνικών σιδηροδρόμων. Γι’ αυτό και ο τίτλος του άρθρου είναι προφανώς σαρκαστικός. Στο άρθρο αυτό υπήρξε απάντηση του φίλτατο Στέφανου Πάντου την οποία παρουσιάσαμε ολόκληρη την 3 η Οκτωβρίου ( Ενας γόνιμος αντίλογος για την σιδηροδρομική γραμμή Κόρινθος-Καλαμάτα )… Για να εξηγηθούμε από την αρχή: θεωρούμε, ότι: •είναι απαράδεκτο να μην διαθέτει η Πελοπόννησος ολοκληρωμένο και πλήρως λειτουργικό σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο •είναι σκάνδαλο πρώτης γραμμή η ανακαίνιση του δικτύου με κόστος 80 εκατομ. (το 2008) και η άμεση εγκατάλειψή του, μετά την ολοκλήρωση του έργου. Πριν καν τελειώσει το πρώτο του δρομολόγιο… •δεν είναι άσχετο προς την πολιτική θεώρηση και ιδεολογία των κυβερνητών της χώρας των μεταπρ...

Κώστα Βάρναλη: Η Μάνα του Χριστού


Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τηνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
νά που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

Α! πώς είχα σα μάνα κ’ εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ’ έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ’ άλλα σου αδέρφια να σ’ είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!

Ένα κόκκινο σπίτι σ’ αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδι,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.

Κι’ άμ’ ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν΄ανασαίνει βαθιά τ’ όλο κέδρον αγέρι.

Κ’ αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν’ αρχίσει.

Κι ο κατόχρονος θάνατος θά φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θά φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ’ αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ’ αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.

Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιέ μου καλέ μου,
Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθώς κλαίει, σαν της πέρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ’ αστήθια, που βύζαξες γάλα.

Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας νά μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ηξέραν ακόμα ούτε ποιο τ’ όνομά σου!

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη
κι όσο ο γήλιος να πέσει και νά ρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ’ οι φίλοι.

Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: «Ποιος ο Χριστός;» τί πες «Νά με»!
Αχ! δεν ξέρει, τί λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!

[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά. Το φως που καίει. Σκλάβοι Πολιορκημένοι. Ποιήματα, εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 64-66]

 ______________

απόσπασμα από τη μαρτυρία του Βάρναλη για το ποίημα , όπως δημοσιεύτηκε στα " Φιλολογικά Απομνημονεύματα" του, ως απάντηση στις κατηγορίες της εφημερίδας 'Εστία" της 10-11-1924.:


"Εγώ έγραψα ό,τι έγραψα σαν ποιητής. Ήθελα να ολοκληρώσω τη Μάνα-Σύμβολο. Να της δώσω
(το κατά δύναμη) όλο εκείνο το απέραντο βάθος, που έχει η πραγματική μητρότητα, που είναι ο πρώτος και έσχατος νόμος της ζωής και όχι θάμα. Αυτό άλλωστε κάνανε και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί ύμνοι. Απ' αυτούς πήρα τον τόνο και μάλιστα του Ρωμανού του Μελωδού. Μονάχα έτσι μας φέρνουνε όλοι αυτοί πιο κοντά στην ανθρώπινη αισθαντικότητά μας τη Μάνα-Σύμβολο, τον τελειωμένο τύπο όλων των πονεμένων μανάδων."

Το έργο τραγουδισμένο από την Μαρία Δημητριάδη σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη


Σχόλια