ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ
Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η ανάδειξη ενός εκ των προφητών του ρεύματος αυτού σε υπουργικό θώκο και η εκλογική έκπληξη της Χρυσής Αυγής αποδεικνύουν το πόσο ισχυρό ήταν και είναι αυτό το ρεύμα και πόσο είχε υποτιμηθεί στη βάση του αυτονόητου. Όμως το αυτονόητο αποτελεί μάλλον ισχυρότερο μύθο από αυτό της Θούλης. Καθόλου αυτονόητο δεν είναι για τους δεκαπεντάχρονους μαθητές του σήμερα ότι στο Πολυτεχνείο υπήρξαν νεκροί, όπως εδώ και αρκετά χρόνια δεν είναι αυτονόητο για τη γενιά που δεν γεννήθηκε τα χρόνια της Κατοχής ή τα αμέσως επόμενα ή δεν έχει προγόνους στην αντίσταση, ότι η κύρια αντιστασιακή οργάνωση ήταν το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ.
Με αφορμή την επέτειο της σφαγής των Καλαβρύτων παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο. Η παραχάραξη της ιστορίας έχει σα στόχο να παρουσιάσει το ΕΑΜ σαν το βασικό υπεύθυνο της σφαγής και να δικαιολογήσει τη Βέρμαχτ. «…Οι κομμουνιστές όμως έπρεπε με κάθε τρόπο να προκαλέσουν την οργή του εχθρού να ξεσπάσει σε αμάχους. Κι έτσι κινήθηκαν προς το Μάζι, όπου σκότωσαν τους αιχμαλώτους που είχαν στα χέρια τους και τους πέταξαν σ’ έναν γκρεμό. Εκεί βρήκε ο γερμανικός στρατός τους νεκρούς του κατακρεουργημένους…Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Η φάλαγγα των Γερμανών γι’ αντίποινα ξέσπασε με μανία πάνω σε αθώους, σφάζοντας και καίγοντας όχι μόνο τα Καλάβρυτα, αλλά κι άλλα χωριά τριγύρω. Σήμερα ωστόσο μας έχει μείνει μόνο αυτή η εικόνα, ενώ οι συνυπεύθυνοι για την θηριωδία κομμουνιστές όχι μόνο δεν έχουν καταδικαστεί για τα εγκλήματά τους, αλλά έχουν καταστεί από την ιστορία – που οι ίδιοι έγραψαν – ως «αντιστασιακοί». (Από την ιστοσελίδα Κατά Μέτωπο).
Βέβαια απόψεις όπως η παραπάνω δεν είναι τόσο σύγχρονες. Ακόμα και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Καραμανλή στα 1959 Π. Κανελλόπουλος, στην ίδια την ελληνική βουλή αναγνώρισε ελαφρυντικά στις δυνάμεις Κατοχής. Υπήρχαν όντως ελαφρυντικά τελικά και μήπως η εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων υπήρξε η αιτία για τη σφαγή;
Από Πάτρα:
Οι Γερμανικές δυνάμεις, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη G. Wolfinger και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα - Χαλανδρίτσα – Καλάβρυτα.
Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το γεγονός που διαψεύδει τους πολιτικούς επιγόνους του Παπαδόγκωνα. Σήμα από το Βελιγράδι, όπου βρισκόταν το αρχηγείο της Βέρμαχτ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, έδινε τη ρητή εντολή για την καταστροφή των Καλαβρύτων με χρήση εμπρηστικών βομβών. Ο βομβαρδισμός ματαιώθηκε για τεχνικούς λόγους, καθώς δεν ήταν διαθέσιμος ο απαραίτητος αριθμός αεροσκαφών από τη Λουτβάφε. Το τηλεγράφημα είχε ημερομηνία 22 Οκτωβρίου, πολύ πριν δηλαδή την εκτέλεση των Γερμανών αιχμαλώτων.
Το σχέδιο της σφαγής στα Καλάβρυτα ήταν προαποφασισμένο και δεν είχε καμία σχέση με την εκτέλεση των αιχμαλώτων. Η 117 Μεραρχία μ’ επικεφαλής τον Λε Σουίρ ήλθε στην Ελλάδα από τη Γιουγκοσλαβία. Ο Λε Σουίρ συναντήθηκε με τον Φέλμυ (ανώτατο στρατιωτικό διοικητή Ελλάδος) στις 12 Απριλίου του 1943 στην Αθήνα και εκεί αποφασίστηκε η ανάπτυξη της 117 Μεραρχίας σ’ όλη την Πελοπόννησο.
Λίγο αργότερα οι πράκτορες του τον ενημέρωσαν για την κατάσταση στα βουνά της Πελοποννήσου, ενημέρωσε με αναφορές την Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση στο Βελιγράδι και αυτή με την σειρά της το Βερολίνο το οποίο συνεκτιμώντας και τις πληροφορίες για συμμαχική απόβαση στα δυτικά παράλια έδωσε την διαταγή για «ένα ισχυρό κτύπημα στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα της Πελοποννήσου».
Η διαταγή έφθασε στο Λε Σουίρ με την εξουσιοδότηση να βρει αυτός τον τρόπο και το είδος του «κτυπήματος». Και αυτός αποφάσισε την «ισοπέδωση του Αιγίου και των Καλαβρύτων» από αέρος με παράλληλη εξόντωση των κατοίκων, μια διαταγή που στην πορεία άλλαξε και έγινε χερσαία επιχείρηση με την ονομασία «επιχείρηση Καλάβρυτα».
Σύμφωνα με μαρτυρίες , αυτοί προέρχονταν από τη Λακωνία, από την Ηλεία και την Κόρινθο, ενώ μεταφέρθηκαν και ομάδες ταγματασφαλιτών από τη Θήβα και τα Μέγαρα. Ακόμη 300 ταγματασφαλίτες είχαν ακολουθήσει τη μονάδα AA 116 των ποδηλατιστών από τη Μεγαλόπολη. Στους Έλληνες ταγματασφαλίτες δόθηκε ρουχισμός και οπλισμός από τις αποθήκες της Βέρμαχτ στο Αίγιο και την Πάτρα.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα που έστειλε από το Κάιρο στις 22 Δεκεμβρίου 1943 ο Βρετανός διπλωμάτης Liper προκειμένου να ενημερώσει για το σφαγή. «Τα γερμανικά στρατεύματα υποβοηθούμενα από τις ελληνικές ομάδες ασφαλείας πέτυχαν να καθαρίσουν τα Καλάβρυτα και κατέστρεψαν τα πάντα στην πορεία τους»
Αλλά και η ανακοίνωση του ΠΓ του ΚΚΕ είναι επίσης χαρακτηριστική:
«…Oι γερμανοί ήταν και θα ήταν ανίκανοι να ξαπολύσουν και να εφαρμόσουν αυτές τις σφαγές άν δεν γίνονταν συνεργάτες τους κατάπτυστοι έλληνες. Μέχρι πριν τρείς-τέσσερις μήνες ο ελληνικός λαός οργανωμένος στο ΕΑΜ, στην πάλη του για το ψωμί και τη λευτεριά, έβρισκε αντιμέτωπους μονάχα τους κατακτητές και τους ανίσχυρους προδότες ράλληδες. Ανάξιοι ελληνόφωνοι ενίσχυσαν και ενισχύουν υλικά-ηθικά πολιτικά τούς γερμανό-ράλληδες για να σπάσουν την εθνική ενότητα, για να οργανώσουν τους Γερμανοτσολιάδες και τους χαφιέδες της ειδικής Ασφάλειας.
Είναι oι μεγαλομαυραγορίτες Μαρήδες που πεθαίνουν της πείνας το λαό και χρηματοδοτούν τις αντεθνικές οργανώσεις των δολοφόνων. Είναι oι πεμπτοφαλαγγίτες που καλλιεργούν τη χιτλερική πολιτική για «αναρχικά στοιχεία» και για τη «ρωσική βαρβαρότητα». Είναι oι κάθε λογής μαύροι άνθρωποι, σαν το Γονατά, που στην τωρινή φοβερή δοκιμασία του έθνους δε σκέφτονται παρά την εξουσία και συνεργάζονται με τους γερμανό - ράλληδες, για να πιάσουν τα πόστα στο κράτος του Ράλλη και να σκλαβώσουν το λαό μας με μια νεοφασιστική δικτατορία. Είναι όλοι oι εχθροί του λαού που για να εξοντώσουν το αδάμαστο κόμμα του, το ΚΚΕ, για να χτυπήσουν τον πανεθνικό συνασπισμό του ΕΑΜ, για να συντρίψουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κινητοποίησαν όλα τα καθάρματα σαν τους Ντερτιλή, Λάμπου, Παπαδόγκωνα, συντάσσουν και δίνουν καταλόγους κομμουνιστών και εαμιτών, στρατολογούν όλα τα κακοποιά στοιχεία, οργανώνουν ελληνόφωνο γερμανικό στρατό, τον πλαισιώνουν με στελέχη, τον έβαλαν κάτω από την «προστασία» του Σίμαναν και αιματοκυλούν τον ελληνικό λαό. Αυτούς όλους βαρύνει η τρομερή ευθύνη για το ελληνικό αίμα που χύνουν oι γερμανοί και oι ελληνόφωνοι Ες-Ες…» (22 δεκεμβρίου 1943)
Από το 1942 τόσο στη υπόλοιπη Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα το γερμανικό σχέδιο είχε αναβαθμιστεί: εκτός από την κατατρομοκράτηση σκοπός του ήταν να χρησιμοποιηθούν τα αντίποινα ώστε να στρέψουν τμήμα του εγχώριου κατεχόμενου πληθυσμού εναντίον της αντίστασης. Η επιδίωξη αυτή κατέστη επιτακτική δεδομένου της ολοένα και μεγαλύτερης ανάγκης απεμπλοκής γερμανικών στρατευμάτων από τις κατεχόμενες χώρες και διάθεσής τους στη γραμμή του μετώπου. Την αναπλήρωση των δυνάμεων αυτών η γερμανική διοίκηση ευελπιστούσε να καλύψει με ντόπιους συνεργάτες. Γι αυτό και οι Γερμανοί από την οδηγία του στρατάρχη V. Keitel στα τέλη του 1941, ότι έπρεπε να δίνονται χρηματικές αμοιβές σε όσους από τον τοπικό πληθυσμό έδιναν πληροφορίες κατά των ανταρτών, πέρασαν στη δημιουργία παραστρατιωτικών ελληνικών σωμάτων, εξοπλισμένων από τους ίδιους για να χτυπήσουν τον ΕΛΑΣ.
Εξαιτίας των σχεδίων αυτών ολόκληρα χωριά απέκτησαν εξοπλισμένους «οπλαρχηγούς»,όπως τα χωριά των Ποντίων μουσουλμάνων στη Μακεδονία , στην περιφέρεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εγκλήματα με τη μορφή αποκεφαλισμών ή λιντσαρισμάτων αιχμαλώτων. Ιδίως στην Πελοπόννησο, το γερμανικό σχέδιο αξιοποιήθηκε πιο ολοκληρωμένα με τη δράση των ταγμάτων Ασφαλείας, την ευθύνη των οποίων ανέλαβε ο Walter Schimana, επικεφαλής της υπηρεσίας του «Ανώτερου Αρχηγού των SS και της Αστυνομίας» που υπαγόταν απευθείας στον αρχηγό των SS H. Himmler στο Βερολίνο.
Παίρνοντας υπ' όψιν του αυτή την κατάσταση, το Γενικό Αρχηγείο του ΕΛΑΣ είχε εγκαινιάσει πολιτική αποφυγής των άσκοπων ενεργειών. Το Αρχηγείο ζητούσε σχέδια δράσης από τα επιμέρους τμήματα του, απαιτούσε να εγκρίνονται οι ενέργειες από το ίδιο, να μην γίνονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές και να σχετίζονται με το γενικότερο στρατιωτικό σχεδιασμό των συμμάχων και των εντολών της Μέσης Ανατολής.
«Αγαπήσαμε τους αντάρτες που μας λευτέρωσαν από τους καταχτητές και ζούσαμε ειρηνικά μαζί τους. Τους βοηθούσαμε, μα βλέπαμε που ανησυχούσαν, γιατί είχαν λιγοστά όπλα και καθόλου βαρύν οπλισμό. Και μεις τους λέγαμε να μη στενοχωριούνται. Τους μπάζαμε στα σπίτια μας και μοιραζόμαστε μαζί τους τη μπομπότα μας.
Ξάφνου μαθεύτηκε πως οι Γερμανοί κινήσανε για νάρθουνε να ξανασκλαβώσουνε τα Καλάβρυτα. Τρέξαν οι αντάρτες για να τους εμποδίσουν. Τρεις ολάκερους μήνες οι βάρβαροι δεν κατάφεραν να σπάσουν τις γραμμές μας. Με τα πολλά τα χιόνια το Δεκέμβρη του 1943 δυο συντάγματα Γερμανοί επιτεθήκανε από το μέρος του Αιγίου. Βλέποντάς τους οι χωρικοί παρακαλέσανε τους αντάρτες να τραβηχτούν για να μη γίνουν ζημιές. Οι αντάρτες τους ακούσανε και τραβηχτήκανε, μα οι Γερμανοί ρημάξανε τον τόπο…Και μας ήρθε το μαντάτο πως κούρσεψαν το μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου κ’ ότι ρίξανε στο γκρεμό όλους τους καλογέρους. ..Μας βαρούσαν με κανόνια. Τραβηχτήκαμε λοιπόν αφήνοντας έρμα τα σπίτια μας. Κι’ όταν εμπήκανε οι βάρβαροι βρήκαν την πολιτεία αδειανή. Τότε μας μήνυσαν να μη φοβηθούμε και να γυρίσουμε στα κονάκια μας. Και μεις πιστέψαμε και γυρίσαμε. Τέσσερις μέρες δεν μας επείραξαν. Την Πέμπτη μέρα όμως ζώσανε την πολιτεία. Μαζώξανε όλα τα γυναικόπαιδα. Μας κλείσαν στο σχολειό και βάλαν φωτιά… Εφτακόσιοι σαράντα δύο είταν νεκροί. Και δεν ξέραμε ποιους να κλάψουμε, τους πεθαμένους για την ορφάνια μας. Κι’ οσμίστηκαν τα όρνια και πλακώσανε, κ’ εμείς τα διώχναμε για να μη ξεσκίσουν τα κουφάρια μας. Και σηκώσαμε τα μάτια μας ψηλά κατά το βουνό κι’ αναθαρρέψαμε, γιατί αναλογιστήκαμε τους αντάρτες που είταν πια οι μόνοι μας προστάτες»
Σχόλια