Παλιότερα, μετά από φυσικές καταστροφές, οι εκάστοτε κυβερνώντες μαυρογιαλούροι δήλωναν με πάθος, πως όσο και αν κοστίσει η αποκατάσταση θα είναι πλήρης στο 1000%. Όλα θα γίνουν καλύτερα από πριν και πως σύντομα οι πληγέντες θα αποκατασταθούν… Βέβαια, πάντοτε η αποκατάσταση ήταν ελλειπέστατη. Γι’ αυτό και το κουφάρι αυτής της χώρας φέρει βαριά τα σημάδια θεοηνιών η κοινωνικών συφορών, όπως ο εμφύλιος… Ουδέποτε εξ άλλο επιχειρήθηκε ένας μακρόπνοος χωροταξικός σχεδιασμός. Αυτό το κράτος και ειδικότερα η κυρίαρχη αστική του τάξη βγάζει σπυράκια όταν ακούει για σχεδιασμό. Κάτι τέτοιο είναι ολέθριο για την διατήρηση και διεύρυνση των κοινωνικών της προνομίων και των οικονομικών της ‘επιτευγμάτων’. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία χρόνια, τα μνημονιακά, αυτού του τύπου το δούλεμα έχει περιορισθεί… Είναι σαφώς πιο δύσκολο να πεισθεί ο λαός από ‘μεγαλόπνοες’ υποσχέσεις και ταυτόχρονα είναι πιο δεκτικός, πιο ρεαλιστής για την φθορά και την σήψη, που κατακλύζει τη ζωή μας… Οι σεισμόπληκτοι τ...
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Σε κάθε δέντρο ένας μικρός καθρέφτης
άνοιγε τις στοιχειωμένες λέξεις,
σε κάθε στροφή παραφύλαγε μια σημαία
κουρελιασμένη κι ένας σωρός οξειδωμένων
απ' τη συνήθεια παλιών βεβηλωμένων όρκων.
Μυριάδες αγγελικά αστροχάδια και ήχοι
ξεχύνονταν κάθε νυχτιά κι αγκάλιαζαν
τον εσώκοσμο κι ύστερα διασπάζονταν
και κυρίευαν το σύμπαν μέχρι την άκρη
της άδηλης σιωπής.
Δάκρυα το ξημέρωμα για τον ολόμαυρο θόλο
πάνω απ' τα χέρσα, γεμάτα ψευδάργυρα
σκήπτρα και συντρίμμια εύθραυστων ονείρων, ανυποψίαστα χώματα.
Μια μικρή γυάλινη γαλάζια σφαίρα κυλούσε
σπρωγμένη απ' τον επιβλητικό βοριά, μια εδώ
και μια εκεί, σ' έναν αναπόδραστο ατέρμονα κύκλο.
"Πότε θα κάνει ξαστεριά;" ούρλιαξε ο άνεμος
μεσ' στις σχισμές της ανήλιαγης προσμονής.
Πού πήγαν, πού πέταξαν εκείνα τα πολύχρωμα
πουλιά που μάγευαν την αίσθηση και ζωντάνευαν
τις ασθμαίνουσες σκιές;
Τώρα ένα σκοτεινό ματωμένο ποτάμι κυλάει
την ανυπεράσπιστη θλίψη του στο πέλαγος
της ανυπαρξίας και των φαύλων αναίσχυντων
ελπίδων, νεκρή κοίτη ανόνειρων κυματισμών
κι απόκοσμων βουβών εικόνων.
Κάπου ξάφνου φύτρωσε ένα κόκκινο λουλούδι
κάτω από μια ξεχασμένη νότα,
μια φεγγαροαχτίδα το περιμάζεψε στοργικά
και το ζέστανε μέχρι τη λυκαυγή προσμένοντας ίσως κάποια απροσδόκητη συναστρία χαμόγελων.
Τότε ένας κρύος Ήλιος ανιχνεύτηκε μέσα
απ' τη μολυβένια ακολουθία μιας πλάνης, στάθηκε,
μειδίασε ειρωνικά στ' αυτόχειρα λείψανα
κι ύστερα κρύφτηκε ξανά στην αυτάρεσκη ησυχία του, μακριά στο παράλληλο σύμπαν του.
Είναι της τύχης όρισμα,
της μοίρας προσταγή
ή κάλπικο εικόνισμα
στου ονείρου τη φυγή;
Ή μήπως είναι τ' όνειρο
του δρόμου ο χρησμός
που τον κρατάει όμηρο
ψεύτικος λογισμός;
Σχόλια