Ο Μελχισεδέκ υπήρξε κατά την βιβλική παράδοση τίτλος κληρικού, που αφορούσε τον ιερέα της πόλης Σαλήμ (μάλλον πρόκειται για την ιερουσαλήμ). Άλλη εκδοχή τον θέλει ιδιαίτερο πρόσωπο της Ισραηλίτικης μυθολογίας, που απασχολεί την Γένεση. Ετσι, μετά την νίκη του Αβραάμ επί του βασιλιά του αρχαίου Ελάμ, Χοδολλογομόρ, ο Μελχισεδέκ έφερε στον πατριάρχη του Ισραήλ Αβραάμ «άρτο και οίνο» και τον ευλόγησε στο όνομα "του Θεού του Υψίστου". Και ο Αβραάμ του έδωσε «το ένα δέκατο» από όλα τα λάφυρα των εχθρών του… Κάτι ωφελήθηκε δηλαδή και ο Μελχισεδέκ. Αυτά τα ολίγα πρέπει να τα ξέρουμε μιας και προέκυψε και στην δική μας την ιστορία ένας Μελχισεδέκ, ανακατεμένος σε υποθέσεις, που θα μπορούσαν να είναι μυθικές αλλ΄'ομως είναι πραγματικές… Θα αποφύγουμε να σας διηγηθούμε λεπτομέρειες, που δεν έχουν και ιδιαίτερη αξία. Σημασία έχει, πως και ο δικός μας Μελχισεδέκ φέρεται αναμεμιγμένος σε διαφόρου τύπου συναλλαγές, που δεν φείδονται και ‘ιερών λειψάνων’! Στην μέση ο Μελχισεδέκ και...
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Σε κάθε δέντρο ένας μικρός καθρέφτης
άνοιγε τις στοιχειωμένες λέξεις,
σε κάθε στροφή παραφύλαγε μια σημαία
κουρελιασμένη κι ένας σωρός οξειδωμένων
απ' τη συνήθεια παλιών βεβηλωμένων όρκων.
Μυριάδες αγγελικά αστροχάδια και ήχοι
ξεχύνονταν κάθε νυχτιά κι αγκάλιαζαν
τον εσώκοσμο κι ύστερα διασπάζονταν
και κυρίευαν το σύμπαν μέχρι την άκρη
της άδηλης σιωπής.
Δάκρυα το ξημέρωμα για τον ολόμαυρο θόλο
πάνω απ' τα χέρσα, γεμάτα ψευδάργυρα
σκήπτρα και συντρίμμια εύθραυστων ονείρων, ανυποψίαστα χώματα.
Μια μικρή γυάλινη γαλάζια σφαίρα κυλούσε
σπρωγμένη απ' τον επιβλητικό βοριά, μια εδώ
και μια εκεί, σ' έναν αναπόδραστο ατέρμονα κύκλο.
"Πότε θα κάνει ξαστεριά;" ούρλιαξε ο άνεμος
μεσ' στις σχισμές της ανήλιαγης προσμονής.
Πού πήγαν, πού πέταξαν εκείνα τα πολύχρωμα
πουλιά που μάγευαν την αίσθηση και ζωντάνευαν
τις ασθμαίνουσες σκιές;
Τώρα ένα σκοτεινό ματωμένο ποτάμι κυλάει
την ανυπεράσπιστη θλίψη του στο πέλαγος
της ανυπαρξίας και των φαύλων αναίσχυντων
ελπίδων, νεκρή κοίτη ανόνειρων κυματισμών
κι απόκοσμων βουβών εικόνων.
Κάπου ξάφνου φύτρωσε ένα κόκκινο λουλούδι
κάτω από μια ξεχασμένη νότα,
μια φεγγαροαχτίδα το περιμάζεψε στοργικά
και το ζέστανε μέχρι τη λυκαυγή προσμένοντας ίσως κάποια απροσδόκητη συναστρία χαμόγελων.
Τότε ένας κρύος Ήλιος ανιχνεύτηκε μέσα
απ' τη μολυβένια ακολουθία μιας πλάνης, στάθηκε,
μειδίασε ειρωνικά στ' αυτόχειρα λείψανα
κι ύστερα κρύφτηκε ξανά στην αυτάρεσκη ησυχία του, μακριά στο παράλληλο σύμπαν του.
Είναι της τύχης όρισμα,
της μοίρας προσταγή
ή κάλπικο εικόνισμα
στου ονείρου τη φυγή;
Ή μήπως είναι τ' όνειρο
του δρόμου ο χρησμός
που τον κρατάει όμηρο
ψεύτικος λογισμός;
Σχόλια