Στην ΦΑΙΑΚΙΑ είχαμε πάντοτε μία ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα της Χιλιανής εμπειρίας στα χρόινια της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular), που παρουσιάζει πολλές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πλευρές για την παγκόσμια αριστερά... Κάποιες ιδιαίτερες ή και μοναδικές...Οπως π.χ. την "δεξιότερη" θέση του ΚΚ, μέσω του υπουργού οικονομικών Τόμας Μίλιας για επιστροφή των εργοστασίων στους ιδιοκτήτες τους μετά την πετυχημένη από πλευράς εργατικής τάξης αντιμετώπιση του lock out των αφεντικών.... Την "αριστερότερη" θέση του Σοσιαλιστικού κόμματος, που ήταν διαγραμμένο από την σοσιαλιστική Διεθνή και που στο κατατατικό του μιλούσε για την "αναγκαιότητα οργανωμένης εξουσίας της εργατικής τάξης".
Ετσι η αλλιώς η Χιλιανή εμπειρία έχει προεκτάσεις εξόχως ενδιαφέρουσες και για την γηραιά Ηπειρο και τα κινήματά της... Γι' αυτό φιλοξενούμε το άθρο του Δημήτρη Καλτσώνη, που αντιγράφουμε από το blog του (http://kaltsonis.blogspot.gr).
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Αλλιέντε: μετασχηματισμοί και διδάγματα
Η μελέτη της εμπειρίας της κυβέρνησης Αλλιέντε στη Χιλή είναι πολλαπλά χρήσιμη: όχι μόνο για τα συμπεράσματα για τη θεωρία του κράτους1 αλλά και από την άποψη της οικονομικής πολιτικής που άσκησε, των δυσκολιών και αντιστάσεων που συνάντησε.
Η Χιλή ήταν οικονομία μέσου επιπέδου ανάπτυξης, εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό, με στρεβλή και αδύναμη παραγωγική βάση, καθυστερημένη και εξαρτημένη ιδίως στον τομέα της βιομηχανίας και της τεχνολογίας. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων ήταν χαμηλό. Το ίδιο μικρό ήταν το ποσοστό της εργατικής τάξης στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Παράλληλα, υπήρχε σε μεγάλη έκταση διεσπαρμένη μικροϊδιοκτησία. Η Χιλή παρουσίαζε πολλές αναλογίες με την ελληνική κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα2.
Η οικονομία της ήταν μονομερώς προσανατολισμένη στην εξαγωγή χαλκού. Η σχετική δραστηριότητα ελεγχόταν πλήρως από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ3. Γενικότερα, περισσότερες από τις μισές ανώνυμες εταιρείες ελέγχονταν από το ξένο κεφάλαιο. Το 80% των εξαγωγών αποτελούνταν από τις πωλήσεις χαλκού. Από τα σχετικά έσοδα όμως ελάχιστα έμεναν στο χιλιανό κράτος. Το εμπορικό ισοζύγιο ήταν ελλειμματικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ένα τρίτο των εσόδων από τις εξαγωγές προοριζόταν για την εισαγωγή ειδών διατροφής. Εξαιτίας των χαρακτηριστικών της οικονομίας της η Χιλή ήταν ευάλωτη στις διακυμάνσεις της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και στις πιέσεις των ξένων δυνάμεων4.
Όταν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές το 1970, η «Λαϊκή Ενότητα» υπό τον Αλλιέντε θεωρούσε αναγκαίες τις βαθιές οικονομικές αλλαγές προκειμένου να γίνει δυνατή η αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η εξάλειψη της φτώχειας, της κοινωνικής αδικίας και της εκμετάλλευσης. Οι δυνάμεις που στήριζαν την κυβέρνηση είχαν επίσης επίγνωση της σχετικά καθυστερημένης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και της μονομέρειας που διέκρινε την οικονομία της. Γνώριζαν ότι τα χαρακτηριστικά αυτά θα αποτελούσαν πρόσθετους παράγοντες δυσκολίας για την υλοποίηση του προγράμματος κοινωνικών αλλαγών. Γνώριζαν επίσης ότι σε βάθος χρόνου η Χιλή θα έπρεπε να αλλάξει την κατεύθυνση της παραγωγικής της δομής. Υπήρχε επίγνωση ότι η αναγεννητική προσπάθεια θα έπρεπε να στραφεί στην ενδυνάμωση της βιομηχανικής βάσης της χώρας, στη διαφοροποίησή της, στην κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των εσωτερικών αναγκών σε τρέχοντα καταναλωτικά αγαθά από την εγχώρια παραγωγή5.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν μπορούσε να υλοποιηθεί από την αστική τάξη της Χιλής της οποίας τα συμφέροντα ήταν πάγια συνδεδεμένα και εξαρτημένα από εκείνα του ιμπεριαλισμού6. Έπρεπε επομένως να πληγεί η οικονομική και πολιτική κυριαρχία του εγχώριου μονοπωλιακού και ξένου κεφαλαίου ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης και διαφοροποίησης7.
'Ηδη το 1964 με το πρόγραμμα που παρουσίασαν κατά την υποστήριξη της υποψηφιότητας Αλλιέντε, οι δυνάμεις που είχαν συνασπιστεί τότε, υποστήριζαν ότι η λαϊκή κυβέρνηση θα επιδιώξει “μια προοδευτική και ορθολογική εκβιομηχάνιση” που θα “διαφοροποιεί το σύνολο της οικονομίας και θα ικανοποιεί τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού”. Έδιναν βάρος στη “δημιουργία και ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας πάνω στη βάση της επέκτασης και διαφοροποίησης της παραγωγής και επεξεργασίας του χάλυβα, την ώθηση στην εκμετάλλευση του πετρελαίου και της υδροηλεκτρικής ενέργειας, τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας κάρβουνου, σιδήρου και τσιμέντου, την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας, χρησιμοποιώντας τις εγχώριες πρώτες ύλες και με την ολοκληρωτική αξιοποίηση των δυνατοτήτων της θάλασσας, των δασών διαμέσου της δημιουργίας και προώθησης μιας σταθερής ναυπηγικής βιομηχανίας...”. Για όλα αυτά απαιτούνταν, έλεγαν οι συντάκτες του προγράμματος, “ένα θεσμοθετημένο σύστημα λαϊκού σχεδιασμού” ενώ κορμός της οικονομικής ανάπτυξης θα ήταν ο κρατικός τομέας της οικονομίας8.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1970, η κυβέρνηση Αλλιέντε, με βάση το πρόγραμμα της “Λαϊκής Ενότητας”, έθετε με ανάλογο τρόπο «σαν κύριο στόχο της πολιτικής της, να αντικατασταθεί η σημερινή δομή της οικονομίας με την αφαίρεση της δύναμης του ντόπιου και ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των μεγαλοτσιφλικάδων για ν’ αρχίσει το χτίσιμο του σοσιαλισμού. Η σχεδιοποίηση θα παίξει σοβαρό ρόλο στη νέα οικονομία. Τα κεντρικά της όργανα … και οι αποφάσεις τους, παρμένες με δημοκρατικό τρόπο, θα έχουν εκτελεστικό χαρακτήρα.
Η διαδικασία μετασχηματισμού της οικονομίας μας αρχίζει με τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού τομέα, που θα αποτελείται από τις επιχειρήσεις που τώρα ανήκουν στο κράτος μαζί με εκείνες που θα απαλλοτριωθούν. Σαν ένα πρώτο μέτρο, θα κρατικοποιηθούν όλοι οι φυσικοί πόροι που βρίσκονται στα χέρια του ξένου κεφαλαίου και των ντόπιων μονοπωλίων, όπως τα μεγάλα ορυχεία χαλκού, σιδήρου και νιτρικού άλατος. Έτσι, αυτά που θα αποτελέσουν τον κρατικοποιημένο τομέα είναι τα ακόλουθα:
Η μεγάλη μεταλλευτική βιομηχανία χαλκού, νιτρικού άλατος, ιωδίου, σιδήρου και γαιανθράκων
Το χρηματοδοτικό σύστημα της χώρας, ιδιαίτερα οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Το εξωτερικό εμπόριο.
Μεγάλες εταιρείες και μονοπώλια διανομής.
Βιομηχανικά μονοπώλια στρατηγικής σημασίας.
Γενικά, όλες οι δραστηριότητες που επηρεάζουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, όπως η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, οι σιδηροδρομικές, αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές, οι επικοινωνίες, η παραγωγή, διύλιση και διανομή του πετρελαίου και των υποπροϊόντων του, η μεταλλουργική βιομηχανία, το τσιμέντο, τα πετροχημικά και τα βαρέα χημικά, το χαρτί.
«Όλες αυτές οι απαλλοτριώσεις», σημείωνε το πρόγραμμα, «θα πραγματοποιηθούν με πλήρη προστασία των συμφερόντων του μικρού μετόχου»9.
Τα επιτεύγματα
Η κυβέρνηση Αλλιέντε υπήρξε συνεπής στην υλοποίηση του προεκλογικού οικονομικού της προγράμματος. Το τραπεζικό σύστημα εθνικοποιήθηκε. Τοποθετήθηκαν κυβερνητικοί επίτροποι στις τράπεζες αλλά και οι εργαζόμενοι των τραπεζών συμμετείχαν στη διοίκηση μέσω των σωματείων τους και εκλεγμένων επιτροπών. Κάποιες από αυτές κατέλαβαν τις τράπεζες λίγο πριν την εθνικοποίησή τους.
Επιπλέον, η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα τολμηρό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων του μονοπωλιακού κεφαλαίου και σε δραστικά μέτρα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του λαού. Εθvικoπoιήθηκε o χαλκός, πoυ τoν εκμεταλλεύovταv ως τότε oι πoλυεθvικές των ΗΠΑ. Μέσα στα πρώτα δυo χρόvια διακυβέρvησης oι εθvικoπoιήσεις περιέλαβαv πoλλoύς άλλoυς καίριoυς κλάδoυς της oικovoμίας όπως τα μεταλλoυργεία, τα oρυχεία σιδηρoμεταλλεύματoς και vίτρoυ, τα εργoστάσια τσιμέvτoυ, τηv κλωστoϋφαvτoυργία, τηv παραγωγή και διαvoμή ηλεκτρικoύ ρεύματoς.
Ο δημόσιoς τoμέας της oικovoμίας παρήγαγε στα τέλη τoυ 1972 περισσότερo από τo 50% τoυ ακαθάριστoυ βιoμηχαvικoύ πρoϊόvτoς. Είχε πράγματι γίνει ένα σοβαρό βήμα στην επέκταση του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, το βήμα αυτό δεν πρέπει να υπερεκτιμάται. Σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο η κεϋνσιανή διαχείριση είχε επιβάλλει υψηλά ποσοστά συμμετοχής του δημόσιου τομέα στην οικονομία.
Το ποσοστό παραγωγής στην ιδιοκτησία του δημοσίου στους διάφορους κλάδους της οικονομίας ήταν: τρόφιμα 21%, ποτά 26%, υφάσματα 52%, ένδυση 2%, έπιπλα 2%, ελαστικά 67%, μη μεταλλικά ορυκτά 64%, βασικά μέταλλα 53%, πετρελαιοειδή 100%. Συvoλικά η βιoμηχαvική παραγωγή αυξήθηκε με γρηγoρότερoυς ρυθμoύς μετά το 197010.
Οι εργάτες συμμετείχαv στη διoίκηση τωv εργoστασίωv, κυρίως τωv εθvικoπoιημέvωv. Ωστόσο, το επίπεδο συμμετοχής δεν θεωρούνταν πάντοτε ικανοποιητικό. Από τις 320 εθνικοποιημένες επιχειρήσεις το σύστημα της εργατικής συμμετοχής λειτουργούσε επίσημα στις 170 ενώ μόνο σε 35 υπήρξε αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων11.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών, τα συμφέροντα του εγχώριου και αλλοδαπού μονοπωλιακού κεφαλαίου επλήγησαν σοβαρά. Αντίθετα, τo πραγματικό εισόδημα τωv εργαζoμέvωv αυξήθηκε σημαvτικά. Ο πραγματικός μισθός στο πρώτο έτος διακυβέρνησης αυξήθηκε κατά 20%. Η αvεργία έπεσε από τo 8,8% στo 3%. Η παιδική θvησιμότητα μειώθηκε κατά 20,1%. Για πρώτη φoρά στηv ιστoρία της χώρας δημιoυργήθηκε καθoλικό υγειovoμικό σύστημα. Θεαματική πρόoδoς σημειώθηκε στηv καταπολέμηση τoυ αvαλφαβητισμoύ και στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης.
Η απαλλoτρίωση τωv τσιφλικιώv πρoχώρησε. Μέσα στους τέσσερεις πρώτους μήνες η κυβέρνηση είχε απαλλοτριώσει τόση γη όση είχαν απαλλοτριώσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις σε έξι χρόνια. Χιλιάδες αγρότες πήραv γη και άρχισαv vα συγκρoτoύvται συvεταιρισμoί. Η κατάσταση των αγροτών και τωv ιθαγεvώv ιvδιάvωv βελτιώθηκε αισθητά12.
Με τις πρώτες εθνικοποιήσεις και την άνοδο της κατανάλωσης μέσω της αύξησης των μισθών, η παραγωγή αυξήθηκε. Οι τράπεζες έριξαν τα επιτόκια ώστε να διευκολύνουν τις επενδύσεις: από 24% σε 18% για τις παραγωγικές δραστηριότητες. Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις υπήρχαν ακόμη ευνοϊκότεροι όροι με επιτόκια μέχρι 12%. Το 1971 η εθνική παραγωγή αυξήθηκε 8%. Επρόκειτο για ποσοστό ρεκόρ τα τελευταία 15 έτη. Στη βιομηχανία το ποσοστό ανερχόταν στο 10% ενώ στα είδη διατροφής ποίκιλε: 9% για το παστεριωμένο γάλα, 30% στα ζυμαρικά, 81% στη ζάχαρη13. Στη συνέχεια βέβαια σημειώθηκε κάμψη εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης και του οικονομικού πολέμου που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ και το μεγάλο κεφάλαιο.
Αντιδράσεις και δυσκολίες: 9 θεμελιώδη οικονομικά προβλήματα
1. Η κυβέρνηση Αλλιέντε αντιμετώπισε από την πρώτη στιγμή αντιδράσεις σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο14. Ήδη στο τρίμηνο που μεσολάβησε βάσει του Συντάγματος ανάμεσα στην εκλογική της νίκη και στην ανάληψη των καθηκόντων από το νέο πρόεδρο, σημειώθηκε φυγή κεφαλαίων.
2. Το δεύτερο στοιχείο της οικονομικής αντίδρασης συνίσταται στην ανεπάρκεια των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα. Σε περιβάλλον πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας για το μέλλον του καπιταλισμού είναι αναμενόμενο ότι οι κεφαλαιοκράτες προτιμούν να μην επενδύουν αναμένοντας να ξεκαθαριστεί το τοπίο. Η κυβέρνηση Αλλιέντε δεν κατάφερε να επιλύσει πλήρως το πρόβλημα αυτό.
Η αντιμετώπισή του απαιτούσε εκ των πραγμάτων εμβάθυνση των ριζοσπαστικών αλλαγών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, θα απαιτούσε περαιτέρω μέτρα εθνικοποίησης κάποιων επιχειρήσεων ή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και καταθέσεων των κεφαλαιοκρατών. Θα μπορούσε να επιβάλλει κρατικό και εργατικό έλεγχο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις έτσι ώστε η κυβέρνηση και οι εργαζόμενοι να έχουν πρόσβαση στα στοιχεία της επιχείρησης και να μπορούν να επιβάλλουν αποφάσεις σχετικά με τις επενδύσεις κλπ. Εννοείται ότι μια τέτοια λύση, είναι ένα βήμα πριν την εθνικοποίηση και θα όξυνε στο έπακρο την ταξική πάλη.
3. Ένα τρίτο πρόβλημα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση ήταν η απόκρυψη εμπορευμάτων. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάστηκε σχετικά πρόσφατα στη Βενεζουέλα15. Οι επιχειρηματίες και οι έμποροι (κυρίως οι πιο ισχυροί) αντέδρασαν στον έλεγχο των τιμών με απόκρυψη των προϊόντων και δημιουργία μαύρης αγοράς.
Στην περίπτωση αυτή φάνηκε και η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να ελέγξει τις τιμές και τη μαύρη αγορά. Οι σχετικές υπηρεσίες αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκείς, δυσκίνητες και γραφειοκρατικές. Τη λύση έδωσε η λαϊκή πρωτοβουλία. Οργανώθηκαν λαϊκές επιτροπές γειτονιάς οι οποίες παρενέβαιναν, άνοιγαν τις αποθήκες κλπ.
4. Συναφές ήταν το οικονομικό σαμποτάζ που οργάνωσε η αστική τάξη κηρύσσοντας σε πολλές βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις λοκ-άουτ. Αυτό αντιμετωπίστηκε είτε από το εργατικό κίνημα με καταλήψεις εργοστασίων τα οποία συνέχισαν να παράγουν υπό τη διεύθυνση των εργαζομένων είτε από την κυβέρνηση με εθνικοποιήσεις.
5. Η αύξηση της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων εξαιτίας των φιλολαϊκών μέτρων της κυβέρνησης Αλλιέντε έφερε και ένα άλλο πρόβλημα στην επιφάνεια: την ανάγκη αύξησης των καταναλωτικών αγαθών16. Όπως αναφέρθηκε, η Χιλή ήταν οικονομία μέσου επιπέδου ανάπτυξης, εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου διευρύνθηκε μάλιστα τα τελευταία χρόνια πριν την εκλογή του Αλλιέντε.
Καταβλήθηκε προσπάθεια να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού και συνεταιριστικού (στην αγροτική οικονομία) τομέα. Στο δημόσιο και στο συνεταιριστικό τομέα σημειώθηκαν σχετικές επιτυχίες. Ο ιδιωτικός όμως αντέδρασε με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Αρχικά ανταποκρίθηκε καθώς η αύξηση της κατανάλωσης αύξαινε την κερδοφορία του. Στη συνέχεια όμως η παραγωγή επιβραδύνθηκε ως αντίδραση στην προοπτική των εθνικοποιήσεων.
6. Παράλληλα, η κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει την εξής δυσκολία. Μια σειρά μηχανήματα, ανταλλακτικά κλπ. για τη λειτουργία της οικονομίας εισάγονταν πάγια από τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές, ισχυρές βιομηχανικές οικονομίες. Είτε γιατί η κυβέρνηση είχε οικονομικές δυσκολίες να τα αγοράσει, είτε ιδίως γιατί οι χώρες αυτές έκαναν σαμποτάζ στη χιλιάνικη οικονομία, τα αγαθά αυτά καθυστερούσαν με αποτέλεσμα την επιβράδυνση και κάμψη της παραγωγής.
Τι επιλογές είχε η κυβέρνηση ενώπιον αυτής της κατάστασης; Η μία ήταν να προσπαθήσει να αξιοποιήσει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Επιχείρησε γι' αυτό να εισάγει μια σειρά αναγκαία κεφαλαιουχικά αγαθά από τη Γαλλία, τη Γερμανία και γενικότερα άλλες καπιταλιστικές χώρες. Οι τελευταίες ανταποκρίθηκαν αρχικά. Τελικά όμως υπερίσχυσε το μακροπρόθεσμο ταξικό συμφέρον και ευθυγραμμίστηκαν με τις ΗΠΑ. Η άλλη επιλογή ήταν να στραφεί στις σοσιαλιστικές χώρες. Αυτό έγινε σε ένα μάλλον περιορισμένο βαθμό.
7. Σχετικό ήταν και το πρόβλημα της εισαγωγής καταναλωτικών προϊόντων από το εξωτερικό. Καμιά χώρα δεν μπορεί να είναι πλήρως αυτάρκης. Οι εξαρτημένες και υποδεέστερες οικονομίες όμως εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από τις εισαγωγές, ακόμη και για σημαντικά προϊόντα. Αυτό συνέβαινε με τη Χιλή, της οποίας όμως το πρόβλημα δεν είχε για παράδειγμα την έκταση που έχει για την Ελλάδα σήμερα. Ωστόσο, η χώρα αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της στάσης των μεγάλων εξαγωγικών χωρών και πρωτίστως των ΗΠΑ.
Η λύση του προβλήματος θα ήταν και εδώ η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας και η περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των εξωτερικών οικονομικών σχέσεων. Για την αντιμετώπιση των πιο άμεσων προβλημάτων θα έπρεπε ίσως η κυβέρνηση να στραφεί πιο έντονα στην αναζήτηση διεθνών εταίρων στα σοσιαλιστικά κράτη αλλά και σε άλλα κράτη εκτός του μπλοκ των ιμπεριαλιστικών χωρών. Αντίστοιχη λύση αναζήτησε και πέτυχε λίγα χρόνια πριν η κουβανέζικη επανάσταση. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε ακόμη πιο έντονη ρήξη με το διεθνές και εγχώριο μεγάλο κεφάλαιο.
Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου βέβαια δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Μεσομακροπρόθεσμα όμως η αντιμετώπιση του ζητήματος επέβαλε την ανάπτυξη και διαφοροποίηση της οικονομικής βάσης της χώρας προκειμένου πρωτίστως να διασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια στα βασικά αγαθά.
8. Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετώπισε με το δανεισμό. Οι ΗΠΑ, παραδοσιακός πιστωτής της Χιλής, και τα πιστωτικά ιδρύματα που εξαρτιόνταν από αυτές (όπως πχ. το ΔΝΤ), δημιουργούσαν προσκόμματα στη δανειοδότηση της Χιλής. Πάγωσαν όλες τις πιστώσεις. Η κυβέρνηση Αλλιέντε προσπάθησε να ξεπεράσει το πρόβλημα αναζητώντας δάνεια σε γαλλικές ή άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Σύντομα όμως και αυτή η στρόφιγγα έκλεισε ευθυγραμμιζόμενη με την πολιτική οικονομικού στραγγαλισμού των ΗΠΑ. Έτσι, η Χιλή βρέθηκε αναγκασμένη να πληρώνει μετρητοίς για τα κάθε λογής εμπορεύματα που έπρεπε να εισάγει.
Η κυβέρνηση υπολόγιζε ότι θα υπερβεί τις δυσκολίες μέσω των εσόδων που θα απέφεραν οι εξαγωγές χαλκού, από τη στιγμή που εθνικοποιήθηκαν οι σχετικές επιχειρήσεις. Το σχέδιο όμως αυτό δεν απέδωσε καθώς η τιμή του χαλκού στη διεθνή αγορά έπεσε τόσο λόγω συγκυριακών διεθνών γεγονότων όσο και λόγω μεθόδευσης από την πλευρά των ΗΠΑ προκειμένου να πλήξουν τη χιλιανή κυβέρνηση και οικονομία. Οι διεθνείς τιμές του χαλκού άρχισαν να ξανανεβαίνουν το 1973 αλλά τότε πλησίαζε πλέον το πραξικόπημα. Εκτός αυτού, οι πολυεθνικές που είχαν εθνικοποιηθεί κατέφυγαν στα δικαστήρια πολλών δυτικοευρωπαϊκών κρατών και συχνά πέτυχαν την προληπτική κατάσχεση του εισαγόμενου χαλκού με το επιχείρημα ότι δεν είχαν αποζημιωθεί επαρκώς από το χιλιανό κράτος.
Για μια ακόμη φορά τέθηκε επί τάπητος η ριζοσπαστικοποίηση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο Αλλιέντε ακολούθησε το δρόμο αυτό μέχρι ένα βαθμό. Στράφηκε μεν στις ευρωπαϊκές χώρες και τράπεζες επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις αλλά απευθύνθηκε και στα σοσιαλιστικά κράτη. Έτσι, στην τριετία της διακυβέρνησής του έλαβε δάνεια ύψους 386 εκατομμυρίων δολαρίων από ευρωπαϊκές χώρες, 253,6 από τις σοσιαλιστικές χώρες και 11,6 από διεθνείς πιστωτικούς οργανισμούς. Επίσης, για να διευκολυνθεί η προοδευτική κυβέρνηση της Χιλής η ΛΔ Κίνας αγόρασε μεγάλη ποσότητα χαλκού (περίπου το 10% των εξαγωγών της Χιλής) ενώ η Σοβιετική Ένωση αγόρασε επίσης μια μικρότερη ποσότητα παρότι οι εσωτερικές της ανάγκες δεν είχαν αυξηθεί17.
9. Σε συνάφεια με τα προηγούμενα ήταν το ζήτημα του εξωτερικού χρέους. Αυτό ανερχόταν το 1970 σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια, όσο δηλαδή τριών ετών εξαγωγές. Ερχόμενη στην κυβέρνηση η “Λαϊκή Ενότητα” υπό τον Αλλιέντε αναγνώρισε το χρέος προς το εξωτερικό και ανέλαβε τη συνέχιση της αποπληρωμής του. Στα 3 δισεκατομμύρια προστέθηκαν άλλα 727 εκατομμύρια, που ήταν τα χρέη των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης χαλκού τις οποίες εθνικοποίησε. Η κυβέρνηση αποδέχθηκε τα χρέη των εταιρειών προκειμένου να μπορέσει να υπερψηφιστεί το σχετικό νομοσχέδιο αφού δεν διέθετε πλειοψηφία στο Κογκρέσο18.
Η κυβέρνηση Αλλιέντε προσπάθησε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της αξιοποιώντας τα έσοδα από το χαλκό. Όταν τα προβλήματα από το οικονομικό σαμποτάζ οξύνθηκαν, σταμάτησε την αποπληρωμή του χρέους και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές.
Γενικότερα η κυβέρνηση Αλλιέντε είχε επίγνωση των εμποδίων που θέτει η ιμπεριαλιστική κυριαρχία ιδίως για τις χώρες μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό άρχισε να αναπτύσσει διεθνείς δραστηριότητες. Ξεκίνησε, αν και δεν ολοκλήρωσε, την προσπάθεια απεγκλωβισμού από τις ΗΠΑ. Αναζήτησε οικονομικούς εταίρους σε άλλες καπιταλιστικές χώρες. Στράφηκε προς τα σοσιαλιστικά κράτη και προς το κίνημα των Αδεσμεύτων. Είχε ταχθεί εναντίον των σχεδίων των ΗΠΑ για μια παναμερικανική συνεργασία και αγορά με το επιχείρημα ότι δεν είναι προς το συμφέρον των αδύναμων χωρών να συνασπισθούν οικονομικά με τις πανίσχυρες ΗΠΑ. Σε αντίθεση, προέκρινε τη συνεργασία των λατινοαμερικανικών χωρών μεταξύ τους. Οι θέσεις αυτές θυμίζουν τη μεταγενέστερη απόρριψη της ALCA από πολλά λατινοαμερικανικά κράτη και την αντίστοιχη υιοθέτηση της ALBA. Ο Αλλιέντε και η κυβέρνησή του είχαν ταχθεί επίσης εναντίον της κυριαρχίας του δολαρίου, υπέρ της υπεράσπισης των εθνικών νομισμάτων αλλά και εναντίον της GATT (προδρόμου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου)19.
Ο απολογισμός
Είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη κατόρθωνε να καταλάβει την πλειοψηφία στο πλαίσιο μιας αστικής δημοκρατίας και να εφαρμόσει μια πολιτική ριζικής αναδιανομής του πλούτου, θα συναντούσε τη λυσσαλέα αντίδραση (οικονομική, πολιτική, ένοπλη) που βρήκε η κυβέρνηση Αλλιέντε, τόσο από το μονοπωλιακό κεφάλαιο του εσωτερικού όσο και από το διεθνές. Το ιδιαίτερο στοιχείο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο οικονομικός στραγγαλισμός είναι ανάλογος της θέσης της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δηλαδή, όσο πιο χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων παρουσιάζει η χώρα στην οποία επιχειρούνται ριζοσπαστικές και επαναστατικές μεταβολές, τόσο η πίεση (ιδίως από το εξωτερικό) θα είναι ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη.
Η εμπειρία όλων των επαναστάσεων αλλά και των προοδευτικών κυβερνήσεων του 20ού και 21ου αιώνα το επιβεβαιώνει. Ο οικονομικός στραγγαλισμός, ιδιαίτερα των εξαρτημένων ή των πρώην αποικιοκρατούμενων χωρών είναι ένα εξαιρετικά πρόσφορο μέσο για την επιβολή της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν οι επαναστάσεις στη Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα, στο Βιετνάμ, οι αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις στην Αφρική και στην Ασία. Την ίδια αντιμετώπιση είχε και συνεχίζει να έχει η επαναστατική Κούβα.
Η κυβέρνηση Αλλιέντε, παρά τις αδυναμίες, τα λάθη και την κάποιες φορές ατολμία της, κατόρθωσε να αντιμετωπίσει σε ένα βαθμό την οικονομική επιθετικότητα του ξένου και εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Απόδειξη γι' αυτό είναι ότι η οικονομία το 1973 σχετικά σταθεροποιήθηκε. Η βιομηχανική παραγωγή στα χρόνια της διακυβέρνησης Αλλιέντε αυξανόταν σταθερά, παρά τις διακυμάνσεις που επέβαλε ο οικονομικός πόλεμος. Με δείκτη το 100 για τη βιομηχανική παραγωγή για το 1968, το 1970 έφτασε στο 104, το 1971 στο 119,3, το 1972 στο 122,6 και το 1973 (έτος του πραξικοπήματος) στο 117,3 για να πέσει τα αμέσως επόμενα χρόνια20. Το βιοτικό επίπεδο του λαού επίσης βελτιώθηκε.
Αυτά βρήκαν την έκφρασή τους και στην πολιτική επιρροή της “Λαϊκής Ενότητας” του Αλλιέντε που άρχισε να ανεβαίνει ξανά. Το 1970 κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με το 36%, το 1971 στις δημοτικές εκλογές έλαβε το 51% σχεδόν και στις βουλευτικές του 1973 έφτασε το 44% μετά από μια περίοδο κάμψης λόγω των προβλημάτων τροφοδοσίας της αγοράς και της παραγωγής από το οικονομικό σαμποτάζ. Όταν οι αντιδραστικές δυνάμεις έκριναν ότι δεν αρκούσε πια ο οικονομικός στραγγαλισμός και η τρομοκρατία για να κάμψουν την επιρροή της κυβέρνησης, κατέφυγαν στο αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου 1973.
Μερικά συμπεράσματα: ο εργατικός έλεγχος στην οικονομία
Η αντιμετώπιση της οικονομικής ασφυξίας απαιτούσε ίσως ακόμη περισσότερο ενεργητικά και ριζοσπαστικά μέτρα από την κυβέρνηση Αλλιέντε, τόσο σε οικονομικό όσο κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Τα μέτρα αυτά βέβαια πρέπει πάντοτε να είναι ανάλογα με το συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το επίπεδο συνειδητότητας λαού και να το ανεβάζουν, να στηρίζονται στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Πρέπει επίσης να διαμορφώνουν κάθε φορά τις αναγκαίες κοινωνικές συμμαχίες.
Με αυτή την έννοια, μπορεί να διακριθούν κάποιες κρίσιμες κατευθύνσεις στις οποίες θα έπρεπε να κινηθεί η κυβέρνηση. Δεν μπορεί κανείς να κάνει υποδείξεις και μάλιστα με την ασφάλεια της χρονικής, γεωγραφικής και ιστορικής απόστασης. Μπορεί μόνο να διατυπώσει με μετριοπάθεια κάποιες κρίσεις βασισμένες στην επιστημονική ανάλυση.
Φαίνεται λοιπόν πως επιβαλλόταν -πάντοτε με συνυπολογισμό του συσχετισμού των δυνάμεων- η περαιτέρω αφαίρεση οικονομικής δύναμης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Τέτοια βήματα θα μπορούσε να ήταν η εθνικοποίηση όλων ανεξαιρέτως των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας αλλά και άλλων επιχειρήσεων είτε ανάλογα με το μέγεθος και τη σημασία τους στην οικονομία είτε ανάλογα με το αν πρωτοστατούν στον οικονομικό πόλεμο εναντίον του λαού.
Γενικά πάντως, εθνικοποιήσεις μεσαίων ή μικρών κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων δεν είναι οι πλέον ενδεδειγμένες, ιδίως όταν δεν εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο. Η οικονομική δύναμη βρίσκεται κυρίως στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, στις στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις, οι οποίες εξάλλου είναι και από άποψη αντικειμενικών όρων πιο ώριμες να περάσουν στη δημόσια ιδιοκτησία21. Παράλληλα, πρέπει να δημιουργούνται, όσο είναι δυνατό, ρήγματα στην ίδια την αστική τάξη. Σε έναν (οικονομικό) πόλεμο δεν ανοίγει κανείς πολλά μέτωπα ταυτόχρονα. Επιλέγει να πλήξει πρώτα την καρδιά του εχθρικού (οικονομικού) συστήματος22.
To βασικότερο όμως ήταν η εγκαθίδρυση εργατικού και λαϊκού ελέγχου στο σύνολο της οικονομίας. Προβλήματα όπως η απόκρυψη εμπορευμάτων, ο οικονομικός αποκλεισμός, το πολύμορφο σαμποτάζ δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τα παραδοσιακά κρατικά όργανα ελέγχου που διαθέτει το αστικό κράτος. Χρειάζεται η δημιουργία νέων οργάνων ελέγχου και εξουσίας. Αυτά, με βάση ανάλογες ιστορικές εμπειρίες, θα μπορούσε να πάρουν τη μορφή επιτροπών που εκλέγονται και ανακαλούνται ανά πάσα στιγμή από τους εργαζόμενους μιας επιχείρησης ή και ενός κλάδου με αρμοδιότητα να ελέγχουν τα πάντα: λογιστικά βιβλία, αποθήκες, προμήθειες, πωλήσεις κλπ. Τέτοια βήματα πραγματοποιήθηκαν αλλά έμειναν ημιτελή23.
Ο εργατικός και λαϊκός έλεγχος, η γενίκευσή του στο σύνολο των επιχειρήσεων θα μεγιστοποιούσε τις δυνάμεις της εργατικής τάξης και του λαού. Βέβαια, θα οδηγούσε σε περαιτέρω όξυνση της ταξικής πάλης. Αυτό όμως είναι αναπόφευκτο όταν επιδιώκεται η αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Ο εργατικός λαϊκός έλεγχος αποτελεί κομβικό ζήτημα για το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη και στο λαό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λένιν αναδείκνυε το στόχο αυτό σε κεντρικό στοιχείο του προγράμματός του λίγο πριν την επανάσταση24.
Ο εργατικός λαϊκός έλεγχος θα βοηθούσε επίσης στη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα. Πρώτο, γιατί θα διασφάλιζε σε ένα βαθμό τον έλεγχό τους και δεύτερο γιατί θα έδινε τη δυνατότητα να ενταχθούν στον κυβερνητικό οικονομικό προγραμματισμό. Ταυτόχρονα θα έδινε το αίσθημα της ασφάλειας στα μεσαία στρώματα αλλά και της δύναμης την οποία διαθέτει η εργατική τάξη και οι επαναστατικές δυνάμεις.
Ο εργατικός έλεγχος ήταν εκείνο το οικονομικό μέτρο που συνδεόταν πιο στενά με τα πολιτικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και τα οποία έπρεπε να κατατείνουν στην αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα του κράτους.
Από την άλλη, η παραγωγική ανασυγκρότηση και αναδιάρθρωση της οικονομίας είναι ένα πρόβλημα που δεν λύνεται στον ορίζοντα μιας ή δύο κοινοβουλευτικών θητειών. Δεν μπορεί επίσης να επιλυθεί χωρίς σχέδιο και χωρίς μετασχηματισμό των βασικών οικονομικών και πολιτικών δομών. Ακόμη και τότε αποτελεί ένα μακρόχρονο και δύσκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα αν μια χώρα δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα σύστημα κρατών με παρόμοιους κοινωνικο-οικονομικούς προσανατολισμούς ή έστω σε ένα σύστημα διεθνών συμμαχιών ή στηριγμάτων. Επομένως, η κυβέρνηση Αλλιέντε μπορούσε να λάβει μόνο περιορισμένα, έκτακτα μέτρα στην κατεύθυνση αυτή. Στο βαθμό που θα επέλυε το ζήτημα του ριζικού μετασχηματισμού της οικονομίας και της πολιτικής εξουσίας καθώς και του αναπροσανατολισμού των διεθνών οικονομικών συνεργασιών της, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια πορεία μεταβολής της παραγωγικής δομής.
Τόλμη στην πολιτική: το ζήτημα του κράτους
Στο πολιτικό επίπεδο κατέστη σαφές ότι η παραδοσιακή νομιμότητα και η υπάρχουσα νομοθεσία μπορεί να μην επαρκούν για την υλοποίηση μιας πολιτικής ριζοσπαστικών μεταβολών. Σε αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση μπορεί να έχει τη συνταγματική ευχέρεια και τις αναγκαίες πλειοψηφίες για να εισάγει ταχύτατα νέα νομοθετήματα. Τέτοιο είναι το παράδειγμα των κυβερνήσεων Τσάβες στη Βενεζουέλα. Ο Τσάβες παραμέρισε γρήγορα το παλιό Σύνταγμα, προσέφυγε στο λαϊκό παράγοντα και με δημοψηφίσματα υιοθέτησε ένα νέο, ριζοσπαστικό δημοκρατικό Σύνταγμα25.
Υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα, όπως συνέβη στην κυβέρνηση Αλλιέντε, να μην διαθέτει τα συνταγματικά εργαλεία αλλά ούτε και την αναγκαία πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Η κυβέρνηση Αλλιέντε θα μπορούσε να είχε αξιοποιήσει το πρώτο διάστημα, όταν η επιρροή της βρισκόταν στο απόγειο και οι αντιδραστικές δυνάμεις ήταν ακόμη απομονωμένες από το λαό. Εντός του 1971 είχε τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασίες για νέο Σύνταγμα αλλά και για άλλες βαθιές δημοκρατικές τομές.
Πρέπει να σημειωθεί ότι μια κοινωνική και πολιτική σύγκρουση τέτοιας εμβέλειας, δεν περιορίζεται πάντοτε στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας. Η αστική τάξη δεν διστάζει να παραβιάζει τη νομιμότητα, είτε εν μέρει είτε εν συνόλω όταν τα συμφέροντά της κινδυνεύουν και όταν ο συσχετισμός των δυνάμεων της το επιτρέπει26. Κατά συνέπεια μια φιλολαϊκή ριζοσπαστική κυβέρνηση μπορεί να ακολουθήσει πρακτικές που υπερβαίνουν ή παραβιάζουν την υπάρχουσα νομοθεσία. Αυτό όμως, όπως προαναφέρθηκε, είναι θέμα συσχετισμού δυνάμεων.
Για παράδειγμα, η εγκαθίδρυση του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις μπορεί να επιβληθεί νομοθετικά. Μπορεί όμως η ταχύτητα των εξελίξεων και η σφοδρότητα της σύγκρουσης να μην επιτρέψουν κάτι τέτοιο, σε πρώτη φάση τουλάχιστον. Εξάλλου, ενδέχεται ένα τέτοιο νομοθέτημα να υπονομευθεί με το επιχείρημα ότι προσκρούει στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνουν τα αστικά Συντάγματα. Η ανάγκη επιβολής του ελέγχου εξαρτάται πρωτίστως από τις αντικειμενικές συνθήκες και την ωριμότητα του λαού. Δεν πρέπει να εξαρτάται από τα νομοθετήματα και την ερμηνεία τους από τα δικαστήρια.
Τα ριζικά οικονομικά μέτρα μετασχηματισμού και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου μοιραία οδηγούν στην ακραία κοινωνική πόλωση, στην όξυνση της ταξικής πάλης. Η αφαίρεση οικονομικής δύναμης από το μονοπωλιακό κεφάλαιο πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από μέτρα αφαίρεσης της πολιτικής του δύναμης σε μια διαλεκτική αλληλεπίδραση και ισορροπία. Αν προχωρήσει κάποιος πολύ μπροστά στον οικονομικό τομέα χωρίς βαθιές πολιτικές αλλαγές, το εγχείρημα κινδυνεύει να μείνει μετέωρο, όπως και το αντίστροφο.
Τίθεται δηλαδή εκ των πραγμάτων το ζήτημα της κρατικής εξουσίας, όπως ακριβώς συνέβη στη Χιλή. Απαιτούνται κατά συνέπεια μέτρα προετοιμασίας επίλυσης του ζητήματος ώστε να αλλάξει ο ταξικός χαρακτήρας και οι δομές της κρατικής εξουσίας Ο ριζικός, εκ βάθρων, εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας αλλά ιδίως η εμπλοκή της εργατικής τάξης και του λαϊκού παράγοντα στα θέματα της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας (και με τη δημιουργία λαϊκής πολιτοφυλακής) έχουν ιστορικά αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η απεμπλοκή των μέσων μαζικής ενημέρωσης από τον έλεγχο της οικονομικής ολιγαρχίας27.
Στα θέματα αυτά, όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση Αλλιέντε ταλαντεύθηκε. Οι παρεμβάσεις στις ένοπλες δυνάμεις ήταν περιορισμένες και η δημιουργία πολιτοφυλακής ξεκίνησε στα 1973 για να διακοπεί και να αναιρεθεί πολύ σύντομα. Μοιραία κατάληξη αυτών των ταλαντεύσεων ήταν η επιβολή του πραξικοπήματος και της αιματηρής τρομοκρατίας παρά την ηρωική αντίσταση του λαού και του ίδιου του προέδρου Αλλιέντε28.
1Βλ. σχετικά Δ. Καλτσώνης, “Η κυβέρνηση Αλλιέντε: επίκαιρα διδάγματα για το κράτος”, περ. Μαρξιστική Σκέψη, τ. 9, 2013, σελ. 117-131
2Για μια συγκριτική προσέγγιση της πρώτης μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης Χιλής και Ελλάδας βλ. Ν. Μουζέλης, Κοινοβουλευτισμός και εκκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια (Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική), Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1987, σελ. 193 επ.
3Βλ. C. Guerrero, Economia chilena en la epoca de Salvador Allende, www.html.rincondelvago.com
4Βλ. S. Allende, Abriran las grandes alamedas, Santiago de Chile, LOM, 2003, σελ. 26.
5Βλ. Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.
6Βλ. S. Allende, “Intervencion parlamentaria, 7-7-1939”, στο S. Allende, Obras Escogidas, www.geocities.ws/chileclarin.
7Βλ. Η Δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας (μαζί με την Πρώτη Διακήρυξη), Αθήνα, εκδ. Διεθνές Βήμα, 1997, σελ. 38 επ.
8Βλ. Comando Nacional de la candidatura presidencial de Salvador Allende, Programma del govierno popular, σελ. 21 επ.
9 Βλ. Χιλή 1970-1975 (πέντε χρόνια αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εσωτερική αντίδραση), εκδ. ΚΝΕ, 1975 και Programa de la Unidad Popular, προσβάσιμο στο http://www.abacq.net/imagineria/frame5.htm.
10 Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, Αθήνα, εκδ. Καρανάση, 1983, σελ. 80 επ., 151.
11 Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 172.
12 Βλ. Π. Σουήζυ – Χ. Μάγκντοφ, Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Χιλή, οπ.π., σελ. 160.
13Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, Αθήνα, εκδ. Βέργος, 1974, σελ. 53.
14Βλ. Δ. Καλτσώνης, Η κυβέρνηση της “Λαϊκής Ενότητας” στη Χιλή 1970-1973, http://issuu.com/ergagwn/docs/chili, σελ. 54 επ.
15Βλ. M. Collon, De Salvador Allende a Hugo Chavez: le socialisme contre la barbarie, http://michelcollon.info/De-Salvador-Allende-a-Hugo-Chavez.html
16Βλ. Μ. Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, Αθήνα, εκδ. Αιώρα, 2014, σελ. 186.
17Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, οπ.π., σελ. 38-42.
18Βλ. Χιλή, η ταξική αναμέτρηση, οπ.π., σελ. 35-36.
19Βλ. J. Magasich, “L' etonnante actualite d'une politique etrangere”, Le Monde Diplomatique, Septembre 2013, www.monde-diplomatique.fr
20Βλ. O. Millas, La economia chilena en los anos de Allende, www.blest.eu
21 Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», Άπαντα, τ. 27, σελ. 392, 428.
22 Για την επικέντρωση των προσπαθειών στη βασική κατεύθυνση στο στρατιωτικο-πολιτικό πεδίο βλ. Μάο Τσε Τουνγκ, Η στρατηγική και τακτική του επαναστατικού πολέμου στην Κίνα (φιλοσοφία του πολέμου), Αθήνα, εκδ. Νέοι χρόνοι, 1953, σελ. 103.
23Βλ. F. Gaudichaud, “Construyendo “poder popular”: el movimiento sindical, la CUT y las luchas obreras en el periodo de la Unidad Popular”, στον τόμο J. Pinto Vallejos (ed.), Cuando hicimos historia, Santiago de Chile, LOM, 2005, σελ. 81 επ., 94 επ.
24 Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απόφαση για τα οικονομικά μέτρα πάλης ενάντια στο οικονομικό χάος», Άπαντα, τ. 32, σελ. 195-196 και του ίδιου, «Τα πολιτικά κόμματα της Ρωσίας και τα καθήκοντα του προλεταριάτου», Άπαντα, τ. 31, σελ. 203 και του ίδιου, «Ξέχασαν το κυριότερο», Άπαντα, τ. 32, σελ. 23 επ. και του ίδιου, «Πάνε να μας προλάβουν», Άπαντα, τ. 32, σελ. 38 και του ίδιου, «Αναπόφευκτη καταστροφή και υπέρμετρες υποσχέσεις», Άπαντα, τ. 32, σελ. 107, 109.
25Βλ. Δ. Καλτσώνης, Το δίλημμα της μπολιβαριανής δημοκρατίας (κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 47 επ.
26Βλ. Δ. Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, εκδ. Τόπος, 2014, σελ. 50 επ., 161 επ.
27Βλ. M. Collon, De Salvador Allende a Hugo Chavez: le socialisme contre la barbarie, http://michelcollon.info/De-Salvador-Allende-a-Hugo-Chavez.html
28Βλ. την εκπληκτική ανάλυση της διακυβέρνησης Αλλιέντε αλλά και περιγραφή των γεγονότων της επίθεσης στο προεδρικό μέγαρο στο F. Castro, “Discurso pronunciado en el acto conmemorativo del XIII aniversario de los Comites de Defensa de la Revolucion, de solidaridad con el heroico pueblo de Chile, y de homenaje postumo al doctor Salvador Allende, 28-9-1973”, www.cuba.cu/gobierno/discursos.
Σχόλια